Συνέντευξη με τον ιστορικό και καθηγητή Καρλ Φράιντεϊ - μέρος τέταρτο

εικόνα άρθρου
SA: Είναι ασυνήθιστο να βλέπει κανείς έναν ακαδημαϊκό ιστορικό (σε αντίθεση με τους «ιστορικούς της ποπ κουλτούρας») να έχει μελετήσει εκτενώς τις παραδοσιακές ιαπωνικές πολεμικές τέχνες. Η εμπειρία σας στον τομέα αυτό σας έχει βοηθήσει να αντιληφθείτε κάποια πράγματα που βρήκαν τελικά το δρόμο τους στα έργα σας; Πώς εξελίχθηκαν και άλλαξαν οι τέχνες αυτές από τις εποχές των εκτεταμένων εχθροπραξιών της περιόδου Σενγκόκου;

ΚΦ: Νομίζω ότι η εμπειρία από πρώτο χέρι στη χρήση των παραδοσιακών όπλων είναι χρήσιμη με διάφορους τρόπους, προφανείς και λιγότερο προφανείς, για έναν ιστορικό που μελετά στρατιωτικά θέματα. Εξίσου χρήσιμο είναι να έχει κανείς εμπειρία στο πεδίο της μάχης όμως, καλώς ή κακώς, τέτοια εμπειρία δεν έχω.

Σαφώς η ενεργή εμπλοκή με τις μπουγκέι ριούχα (οργανώσεις μαχητικής εκπαίδευσης) είναι αναγκαίο προκειμένου να αναλύσει κανείς τον τρόπο λειτουργίας, την ανατομία και τη φυσιολογία των παραδοσιακών πολεμικών τεχνών. Οι οργανώσεις αυτές είναι πολύ καβαλιστικές και ο μόνος τρόπος να αντιληφθεί κανείς πραγματικά τι κάνουν και τι αποπειρώνται να κάνουν είναι να το βιώσει, ενώ η δουλειά μου στον τομέα των σαμουράι και της στρατιωτικής ιστορίας με οδήγησε αντίστοιχα σε ορισμένες ενδιαφέρουσες συνειδητοποιήσεις σχετικά με την ιστορία των μπουγκέι.

Η ευρέως επικρατούσα άποψη σχετικά με τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες (ριούχα μπουγκέι) συνδέει στενά την εξέλιξή τους με την ιστορία του πολέμου: ξεκινάει από την υπόθεση ότι τα συστήματα και οι σχολές πολεμικής τέχνης αρχικά διαμορφώθηκαν σαν εργαλεία για τη μετάδοση καθημερινών δεξιοτήτων του πεδίου της μάχης προκειμένου να αντιμετωπισθεί η όλο και αυξανόμενη απαίτηση για ικανούς μαχητές που σημειώνεται στο ξεκίνημα της περιόδου Σενγκόκου. Οι πολεμιστές που έλπιζαν να επιβιώσουν και να διακριθούν στα πεδία των μαχών της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου άρχισαν να ζητούν καθοδήγηση από τους ταλαντούχους βετεράνους που με τη σειρά τους άρχισαν να κωδικοποιούν τη γνώση τους και να μεθοδεύουν τη μελέτη της –έτσι, οι μπουγκέι ριούχα προέκυψαν λίγο-πολύ άμεσα από τις ανάγκες του μεσαιωνικού πολέμου. Όμως, συνεχίζει ο μύθος, οι δυόμιση αιώνες της Παξ Τοκουγκάουα που άρχισαν το 1600 έφεραν θεμελιώδεις αλλαγές στην εξάσκηση των πολεμικών τεχνών: η εκπαίδευση έγινε επαγγελματική, και σε μερικές περιπτώσεις εμπορική, η περίοδος διδασκαλίας έγινε μεγαλύτερη, τα προγράμματα σπουδών επισημοποιήθηκαν και διαμορφώθηκαν περίπλοκα συστήματα βαθμολόγησης των μαθητών. Ακόμα πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι αναδιαμορφώθηκαν τα κίνητρα και οι στόχοι πίσω από την εξάσκηση στα μπουγκέι: οι σαμουράι, για τους οποίους δεν υπήρχε πλέον η απαίτηση να βρεθούν στο πεδίο της μάχης, αναζήτησαν και βρήκαν έναν πιο ταιριαστό λόγο για τη μελέτη της πολεμικής τέχνης, προσεγγίζοντάς την όχι απλώς σαν ένα μέσο βελτίωσης των ικανοτήτων τους στη μάχη, όπως οι πρόγονοί τους, αλλά σαν ένα μέσο της πνευματικής καλλιέργειας του εαυτού.

Αυτή είναι η ιστορία όπως τη συνοψίζω στο βιβλίο μου «Legacies of the Sword»: ξεκινάει από τη λογική υπόθεση ότι τα ριούχα μπουγκέι προέκυψαν σαν ένα εργαλείο κανονικής στρατιωτικής εκπαίδευσης και εξελίχθηκαν από εκεί σε μπούντο, σε μέσα ευρύτερης καλλιέργειας και συνειδητοποίησης του εαυτού. Αν ωστόσο αντιπαραβάλλει κανείς την απεικόνιση αυτή με την πρόσφατη έρευνα γύρω από τους πολέμους της μεσαιωνικής περιόδου βλέπει ξεκάθαρα ορισμένα προβλήματα.

Πρώτα απ’ όλα, είναι εμφανές ότι τα ριούχα μπουγκέι δεν μπορεί να κάλυπταν παρά ένα πολύ μικρό ποσοστό της στρατιωτικής εκπαίδευσης του 16ου αιώνα: εκείνη την εποχή υπήρχαν το πολύ μερικές δεκάδες ριούχα όμως οι στρατοί της περιόδου κινητοποιούσαν άνετα δεκάδες χιλιάδες άντρες οπότε προκειμένου έστω και ένα κλάσμα των πολεμιστών της εποχής Σενγκόκου να είχε μάθει την τέχνη του από μια ή περισσότερες ριούχα, θα έπρεπε όλες αυτές οι ριούχα να εκπαίδευαν αρκετές εκατοντάδες μαθητές κάθε χρόνο. Συνεπώς, τα ριούχα μπουγκέι θα πρέπει να ήταν μια εξειδικευμένη δραστηριότητα με την οποία ασχολούταν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των πολεμιστών της περιόδου Σενγκόκου.

Ένα ακόμα μεγαλύτερο θέμα, ωστόσο, είναι η πρακτική αξία των δεξιοτήτων τις οποίες προσπαθούσαν να αναπτύξουν οι μπουγκέισα της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου ως προς τον τρόπο μάχης του 16ου αιώνα∙ αν μη τι άλλο, η στρατηγική και οι τακτικές άλλαζαν από τον 15ο αιώνα και μετά, ακριβώς δηλαδή την περίοδο που άρχισαν να εμφανίζονται οι μπουγκέι ριούχα, από την έμφαση στους μεμονωμένους πολεμιστές και τις τακτικές των μικρών ομάδων σε πειθαρχημένους ελιγμούς μεγάλων μονάδων. Και αυτό σημαίνει ότι τα ριούχα μπουγκέι, τα οποία εστίαζαν στην ανάπτυξη ικανοτήτων ατομικής συμπλοκής, προέκυψαν και άνθισαν σε σχεδόν αντίστροφη αναλογία με την αξία που είχαν οι ικανοί μεμονωμένοι μαχητές στο πεδίο της μάχης.

Επιπλέον, όλη η πρόσφατη μελέτη των μεθόδων μάχης του ύστερου μεσαίωνα, υποστηρίζει ότι τα ξίφη δεν υπήρξαν ποτέ κεφαλαιώδους σημασίας μάχιμο όπλο στην Ιαπωνία αλλά ότι ήταν συμπληρωματικά όπλα, ανάλογα με τα πιστόλια που έχουν οι σύγχρονοι στρατιώτες. Αν και τα ξίφη αποτελούσαν μέρος του μαχητικού εξοπλισμού, χρησιμοποιούνταν πολύ περισσότερο σε καυγάδες στους δρόμους, σε ληστείες, σε εκτελέσεις και άλλες, μη μαχητικές, διαταράξεις της κοινωνικής ειρήνης –στις μάχες, σε όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής εποχής, κυριαρχούσαν τα πάσης φύσεως βλήματα: οι πέτρες, τα βέλη και αργότερα σφαίρες. Από την άλλη, σχεδόν όλες οι ριούχα που χρονολογούνται στην περίοδο Σενγκόκου και παλιότερα, υποστηρίζουν ότι η ξιφομαχία έπαιζε κεντρικό ρόλο στην εξάσκησή τους από καταβολής τους: ο Τσουκαχάρα Μπόκουντεν, ο Καμιιζούμι Ίσε-νο-κάμι, ο Ιιζάσα Τσοϊσάι, ο Ίτο Ιτοσάι, ο Γιάγκιου Μουνενόρι, ο Μιγιαμότο Μουσάσι και άλλοι ιδρυτές σχολών πολεμικών τεχνών ήταν όλοι κυρίως γνωστοί για τις δεινές ικανότητές τους στην ξιφομαχία.

Αρχικά αναρωτήθηκα αν η θέση της ξιφομαχίας στις μεσαιωνικές πολεμικές τέχνες ήταν ένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο κατά της νέας συμφωνίας σχετικά με τις μεσαιωνικές μεθόδους μάχης –σε τελική ανάλυση, αν οι μπουγκέι ριούχα ξεκίνησαν σαν συστήματα εκπαίδευσης πολεμιστών για το πεδίο της μάχης και είχαν την ξιφομαχία στο κέντρο των τεχνών τους, αυτό δε σήμαινε ότι τα ξίφη ήταν πιο σημαντικά στους πολέμους του μεσαίωνα από όσο θα ήθελε να πιστεύουμε ο νέος ακαδημαϊκός κόσμος;

Αφού πάλεψα αρκετά με το ερώτημα για αρκετό καιρό, συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα μπορεί να είναι στο πρώτο σκέλος του: οι απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που με απασχολούσαν (γιατί οι μπουγκέι ριούχα προέκυψαν σε μια εποχή που η στρατηγία επισκίαζε ταχέως τις προσωπικές μαχητικές ικανότητες σαν αποφασιστικό στοιχείο στη μάχη και σαν αναγκαίο συστατικό για μια επιτυχημένη στρατιωτική καριέρα; Γιατί υπήρχαν τόσο λίγες ριούχα στις αρχές της περιόδου Σενγκόκου και γιατί πολλαπλασιάστηκαν τόσο γρήγορα στις αρχές της περιόδου Τοκουγκάουα όταν είχε περάσει η εποχή των πολέμων; Και γιατί η ξιφομαχία ήταν τόσο κυρίαρχη ακόμα και στις παλιότερες μπουγκέι ριούχα;) έρχονται πολύ πιο εύκολα αν παραμερίσει κανείς την υπόθεση ότι οι μπουγκέι ριούχα προέκυψαν σαν όργανα διδασκαλίας τεχνικών για το πεδίο της μάχης. Και η αλήθεια είναι ότι ελάχιστη βάση υπάρχει για την πεπαλαιωμένη αυτή εικασία, πέρα από το γεγονός ότι ο πόλεμος ήταν ενδημικός στην Ιαπωνία τον καιρό που εμφανίστηκαν οι πρώτες σχολές πολεμικών τεχνών –μ’ άλλα λόγια, η κοινώς αποδεκτή εκδοχή στηρίζεται σε μια πλάνη «post hoc ergo propter hoc» (ΣτΜ «μετά από αυτό άρα εξαιτίας του» –λατινικά στο πρωτότυπο).

Φαίνεται πιθανό λοιπόν, τα ριούχα μπουγκέι και οι παιδαγωγικές λειτουργίες που σχετίζονται μ’ αυτά είχαν εξ αρχής στόχο να μεταφέρουν πιο αφηρημένες ιδέες σχετικά με την καλλιέργεια του εαυτού και τη φώτιση∙ ήταν μια αφαίρεση της στρατιωτικής επιστήμης και όχι απλώς μια εφαρμογή της. Ναι μεν καλλιεργούσαν στοιχεία του χαρακτήρα και ικανότητες τακτικής που έκαναν αυτούς που τα μελετούσαν καλύτερους πολεμιστές όμως οι στόχοι και τα ιδεώδη τους ήταν πιο κοντά σ’ αυτά των ανθρωπιστικών επιστημών παρά σ’ αυτά της επαγγελματικής εκπαίδευσης –μ’ άλλα λόγια οι μπουγκέισα, ακόμα και αυτοί της περιόδου Σενγκόκου είχαν πιο πολλά κοινά με τους αθλητές της Ολυμπιακής σκοποβολής (εξάσκηση με ειδικά όπλα προκειμένου να αναπτύξουν εσωτερικά επίπεδα ικανότητας υπό συγκεκριμένες εξειδικευμένες συνθήκες) παρά με τους οπλίτες των πεζοναυτών. Και επίσης, είχαν πιο πολλά κοινά (και ίσως και περισσότερα) με τους ασκούμενους στις πολεμικές τέχνες της εποχής Τοκουγκάουα και της σημερινής εποχής παρά με τους απλούς πολεμιστές της εποχής τους.

Βασικά αυτό που υποστηρίζω είναι ότι δεν υπήρξε κάποια θεμελιώδης αλλαγή στόχου στην εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες μεταξύ του τέλους του 16ου και των μέσων του 17ου αιώνα: τα μπούντο της περιόδου Τοκουγκάουα δεν ήταν μια μεταμόρφωση των πολεμικών τεχνών της ύστερης μεσαιωνικής εποχής αλλά μια ωρίμανσή τους –ότι τα ίδια τα ριούχα μπουγκέι υπήρξαν ένα νέο φαινόμενο, ένα παράγωγο και όχι μια γραμμική βελτίωση της παλιότερης και πιο συνηθισμένης στρατιωτικής εκπαίδευσης. (Παρεμπιπτόντως, αν σας ενδιαφέρει μια πιο ολοκληρωμένη ανάλυση της θέσης μου μπορείτε να τη βρείτε στο κείμενό μου «Off the Warpath» στο βιβλίο του Άλεξ Μπένετ «Budo Perspectives» [Όκλαντ, Νέα Ζηλανδία: Εκδόσεις Kendo World Publications, 2005], 249-68.)

Συνεχίζεται…

Μετάφραση και φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Διαβάστε το τρίτο μέρος της συνέντευξης του Καρλ Φράιντεϊ εδώ
×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι