Μαύρη ζώνη – μέρος δεύτερο

εικόνα άρθρου
Στο πρώτο μέρος του κειμένου αυτού αναφέρθηκα εν συντομία στην ιστορία του συστήματος «ντάνι», δηλαδή του συστήματος αξιολόγησης των γνώσεων και των ικανοτήτων στις πολεμικές τέχνες σε «κίου» («級») ή «τάξεις» και σε «νταν» («段») ή «βαθμίδες», ένα σύστημα που ξεκίνησε από την Ιαπωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και κατάφερε όχι μόνο να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο αλλά και να αποκτήσει νόημα και εκτός του κύκλου των ασκούμενων στις τέχνες αυτές. Όπως ανέφερα και στο προηγούμενο κείμενο, αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι πώς το σύστημα αυτό και, κυρίως, ένα από τα σύμβολά του, η μαύρη ζώνη (η οποία στις περισσότερες σύγχρονες ιαπωνικές πολεμικές τέχνες καταδεικνύει το πέρασμα από τους αρχάριους βαθμούς, τα κίου στους πιο προχωρημένους, τα νταν) έχει ταυτιστεί με την πλήρη γνώση της τέχνης –αυτό που στα αγγλικά αποκαλείται «μάστερι» («mastery»).

Προσωπική μου άποψη, στηριγμένη τόσο στην εμπειρία μου σε διάφορες πολεμικές τέχνες, όσο και σε όσα έχω διαβάσει και συζητήσει με πολεμικοτεχνίτες από όλον τον κόσμο, είναι ότι η ταύτιση αυτή είναι είτε προϊόν παρερμηνείας, είτε απόρροια των ειδικών συνθηκών που ίσχυαν και ισχύουν ακόμα σε διάφορα περιβάλλοντα πολεμικών τεχνών εκτός Ιαπωνίας: η απουσία ενός συστήματος διδασκαλίας της Χ ή της Ψ πολεμικής τέχνης με υψηλόβαθμους εκπαιδευτές 7 ή 8 νταν, με βοηθούς εκπαιδευτές 4 ή 5 νταν, με ημί-προχωρημένους μαθητές 2 ή 3 νταν και με αρχάριους μαθητές κατόχους κίου ή πρώτου νταν και η έλλειψη εύκολης πρόσβασης στους οργανισμούς που εποπτεύουν το σύστημα αυτό εντός Ιαπωνίας, έχουν οδηγήσει σε έναν ιδιότυπο… πληθωρισμό, ορατό ειδικά στο πρώτο νταν αλλά κατ’ επέκταση και στα υπόλοιπα. Μαθητές και δάσκαλοι έχουν φορτίσει την απόκτηση της βαθμίδας (και της μαύρης ζώνης που τη σηματοδοτεί) με πλείστα νοήματα πολύ πέρα από αυτά που είχαν στο νου τους οι άνθρωποι που δημιούργησαν το σύστημα και τα νοήματα αυτά αποτελούν πλέον «παράδοση» του κόσμου των πολεμικών τεχνών –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η «παράδοση» αυτή είναι κατ’ ανάγκη σωστή!

Γράφω «κατ’ ανάγκη» γιατί σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να είναι: ο δάσκαλός μου του τζούντο διδάχτηκε τη συγκεκριμένη τέχνη σε μια περίοδο που στην Ελλάδα δεν υπήρχε το ανάλογο σύστημα ώστε να του απονεμηθούν οι βαθμοί που θα ταίριαζαν με την πρόοδό του –χρειάστηκε να περάσει μια δεκαετία συνεχούς εξάσκησης και συμμετοχής σε ελληνικές και διεθνείς διοργανώσεις μέχρι να μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα μια αποστολή από το Ίδρυμα Κόντοκαν, την ανώτατη ιαπωνική εκπαιδευτική αρχή του τζούντο, και να διεξαχθούν οι πρώτες εξετάσεις για βαθμούς νταν απευθείας από ιάπωνες δασκάλους. Είναι προφανές ότι οι «μαύρες ζώνες» εκείνης της γενιάς τζουντόκα είχαν πολύ μεγαλύτερο αντίκρισμα καθώς δόθηκαν σε ασκούμενους με πολύ μεγαλύτερη εμπειρία στην τέχνη από ό,τι δίνονται στην Ιαπωνία∙ στη γενέτειρα του τζούντο, ένας ασκούμενος φθάνει στο πρώτο νταν μετά από πολύ μικρότερο χρόνο εξάσκησης και, πολύ συχνά, στην εφηβική ηλικία.

Ολα αυτά, ωστόσο, συνέβαιναν στη δεκαετία του 1970, όταν η οργάνωση των πολεμικών τεχνών εκτός Ιαπωνίας (και ειδικά σε μικρές, περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα) ακόμα προσπαθούσε να βρει το δρόμο της∙ στην αυγή του 21ου αιώνα, με τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και μαχητικά αθλήματα να έχουν καταφέρει να αποκτήσουν στέρεες βάσεις σε όλον τον κόσμο, με τη δημιουργία τοπικών ομοσπονδιών, την προαγωγή πολλών μη-ιαπώνων σε υψηλές βαθμίδες και τη μετατροπή τους σε εκπαιδευτές-πυρήνες και την ευκολία μετάκλησης τέτοιων εκπαιδευτών από οποιαδήποτε ενδιαφερόμενη χώρα, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι βαθμοί να μην επιστρέψουν στην πραγματική τους αξία –και θεωρώ την αξία που έχουν στην Ιαπωνία ως «πραγματική» όχι μόνο επειδή οι τέχνες και το σύστημα δημιουργήθηκαν εκεί αλλά και επειδή μόνο έτσι το σύστημα έχει νόημα.

Προκαλώ τον αναγνώστη να σκεφτεί το εξής: με την τρέχουσα «παραδοσιακή» αντίληψη περί «μαύρης ζώνης», αν το πρώτο νταν είναι τόσο σημαντικό ώστε να απαιτείται για την κατάκτησή του π.χ. μια πενταετία, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι για τις μετέπειτα βαθμίδες θα απαιτείται, επιεικώς, το ίδιο χρονικό διάστημα –ήτοι, ότι για να φτάσει κανείς στο επίπεδο του 9ου νταν, το οποίο στις περισσότερες τέχνες αποτελεί την κορύφωση του συστήματος, απαιτούνται 45 χρόνια συνεχούς εξάσκησης. Αν θεωρήσουμε ότι κάποιος αρχίζει να ασχολείται με το αντικείμενο στα 18 του (μια σχετικά ασφαλής υπόθεση εκτός Ιαπωνίας), το άτομο αυτό θα καταφέρει να φτάσει στο «τέλος» της εκπαιδευτικής διαδρομής στα 63 του χρόνια. Υπάρχει άραγε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα που θεωρεί ότι η «μαθητεία» πρέπει να διαρκεί τόσο πολύ; Ακόμα και τα δυσκολότερα επιστημονικά γνωσιολογικά πεδία (ιατρική, φυσική) μπορούν να διδαχθούν εντός μιας δεκαετίας –είναι δυνατόν ένα σύνολο σωματικών δεξιοτήτων (που επιπλέον υποτίθεται ότι στοχεύει στη δημιουργία «μαχητών») να απαιτεί περισσότερο από τετραπλάσιο χρόνο;

Άποψή μου είναι ότι οι άνθρωποι των πολεμικών τεχνών οφείλουν να εφαρμόσουν αυτό που αποκαλείται «reality check», ήτοι να δουν πώς αυτό που κάνουν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα –ειδικά από τη στιγμή που οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι αυτό που κάνουν έχει άμεση σχέση μ’ αυτή και δεν περιορίζεται εντός των τειχών της σχολής τους. Ο καλύτερος τρόπος για να διαδοθεί και να εξαπλωθεί ένα αντικείμενο και οι ενασχολούμενοι μ’ αυτό να προχωρήσουν και να ανεβάσουν το επίπεδό τους είναι να υπάρχει μια συγκροτημένη εκπαιδευτική μέθοδος και μια τέτοια μέθοδος δεν μπορεί να στηρίζεται σε φαντασιώσεις ή σε παρανοήσεις σχετικά με το τι σημαίνει «παράδοση» ή με το πώς «γίνονται τα πράγματα στην Άπω Ανατολή». Κάθε επίπεδο στην πορεία εκμάθησης μιας πολεμικής τέχνης έχει τη δική του πραγματική αξία και ο ασκούμενος θα πρέπει να αναγνωρίζει την αξία αυτή και να κατανοεί πού βρίσκεται ώστε να μπορέσει να σχεδιάσει πού θέλει να πάει∙ αν αυτό ισχύει σε όλα τα ανθρώπινα εγχειρήματα, δεν μπορεί παρά να ισχύει και στις πολεμικές τέχνες.

Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Διαβάστε το πρώτο μέρος
×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι