Τάριου-σιάι και άλλες αναμετρήσεις με αντίπαλο στις ιαπωνικές μαχητικές παραδόσεις, μέρος 1

εικόνα άρθρου

Πρόλογος

Υπάρχουν πολύ λίγα κορίου μπουτζούτσου που χρονολογούνται στην περίοδο Σενγκόκου (Εμφυλίων Πολέμων ΣτΜ,1467-1600) και παρά τους ισχυρισμούς για το αντίθετο, κανένα δεν είναι άθικτο. Πολλά ισχυρίζονται ότι έχουν χρονολογίες ίδρυσης που είναι ιστορικά ανακριβείς, συχνά κατά πολλές εκατοντάδες χρόνια. Ορισμένα ισχυρίζονται ότι έχουν ιδρυτές που στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία σχέση με τις συγκεκριμένες σχολές και κάποια άλλα έχουν ιδρυτές που ίσως να ξεκίνησαν τη ριούχα αλλά σίγουρα δεν φαντάστηκαν ποτέ την τρέχουσα κατάσταση του δημιουργήματός τους –με το πέρασμα των αιώνων, έχει αλλάξει σε σημείο να είναι αγνώριστο.


Δεν πρόκειται περί απάτης: ο όρος 流 (ρίου, “ροή”) σημαίνει κάτι αρκετά διαφορετικό από τον όρο “οργάνωση”. Αυτός που πραγματικά δημιούργησε μια σχολή, συχνά αναγνώριζε αυτούς που συνέβαλλαν στη δημιουργία της, ακόμα και αιώνες -αν όχι χιλιετίες- πιο πριν. Κάτι τέτοιο μπορεί να σήμαινε την οικογένειά του (τον πυρήνα της ταυτότητάς του), την έμπνευσή του (αυτό μπορεί να περιελάμβανε θεότητες, προγόνους ή ακόμα και κάποιο πρόσωπο από μια πολεμική αφήγηση ή από έναν θρύλο) καθώς και προηγούμενες σχολές που μπορεί να ήταν άμεσα ή έμμεσα σχετισμένες. Για παράδειγμα, πολλές σχολές περιλαμβάνουν διάσημους πολεμιστές ή προστάτριες θεότητες που σχετίζονται με τη Σίντο-ρίου (τις σχολές που συνδέονται με το πλέγμα δραστηριοτήτων στην ευρύτερη περιοχή των ναών Κάσιμα και Κατόρι) καθώς αυτές θεωρούνται γενικά οι πρωτογενείς μαχητικές παραδόσεις της βορειοανατολικής Ιαπωνίας. Ωστόσο, οι τεχνικές παράμετροι ορισμένων σχολών μπορεί να έχει πολύ μικρή σχέση με την ίδια τη Σίντο-ρίου.


Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι μια σχολή μπορεί να άλλαξε σημαντικά μετά την ίδρυσή της επειδή μεταγενέστεροι δάσκαλοι μπορεί να πρόσθεσαν νέες μεθοδολογίες εξάσκησης. Ορισμένες φορές αυτό ήταν καινοτομία, μια τελειοποίηση μιας τεχνικής ή κάτι καινούριο που ταίριαζε στην κοινωνία στην οποία υπήρχε πλέον η ριούχα, ενώ άλλες αλλαγές γίνονταν για μισθοφορικούς λόγους, τουλάχιστον εν μέρει: αυτές που αποκαλούμε κορίου ήταν, την περίοδο Έντο (ΣτΜ, 1600-1868), συχνά επιχειρήσεις όπου οι μαθητές πλήρωναν τους δασκάλους τους για τα διάφορα μοκουρόκου (“συλλογές διδαχών”). Αυτό ήταν επικερδές και για τον δάσκαλο και για τον μαθητή καθώς ο πρώτος έπαιρνε χρήματα για κάθε πιστοποίηση και όσο περισσότερα μοκουρόκου, τόσο μεγαλύτερο κέρδος ενώ για τους μαθητές που ήταν μπούσι, ήταν μια μορφή “δια βίου εκπαίδευσης” και με την καινούρια πιστοποίηση θα μπορούσαν ίσως να πάρουν μια αύξηση στον μισθό τους (που πληρωνόταν σε ρύζι). Για τους απλούς πολίτες που προέρχονταν από τις άλλες τρεις τάξεις (ΣτΜ, στην Ιαπωνία της φεουδαρχικής εποχής, οι τέσσερις βασικές κοινωνικές τάξεις ήταν οι σαμουράι, οι αγρότες, οι τεχνίτες και οι έμποροι) αυτά ήταν τόνωση της κοινωνικής τους θέσης, όπως ένας σημερινός, νεόπλουτος επιχειρηματίας γίνεται μέλος σε μια λέσχη γκολφ με μέλη γόνους “καλών οικογενειών”.


Οι μαχητικές παραδόσεις της περιόδου Έντο έγιναν ολοένα και πιο στιλιζαρισμένες, όχι μόνο ως προς την εθιμοτυπία αλλά και ως προς τις τεχνικές που εκτελούσαν. Οι κορίου οφείλουν, σε διάφορους βαθμούς, επιρροές από τις δραματικές πόζες και κινήσεις των ερμηνευτικών τεχνών (Νο και Καμπούκι) και ειδικά στις πιο επαρχιακές ριούχα, σε μαχητικές-χορευτικές κινήσεις που υπήρχαν στα τοπικά ματσούρι (πανηγύρια που συνδέονται με διάφορους ναούς) με ονόματα όπως “μπο νο τε” [1] (https://www.aichi-now.jp/en/spots/detail/1721/). Η έμφαση στη μαχητική εξάσκηση μετατοπίστηκε από την ολοκληρωμένη εξάσκηση με διάφορα όπλα, υποτίθεται για την επιβίωση στο πεδίο της μάχης, στην προετοιμασία για ατομικές μονομαχίες. Το ξίφος, ένα βοηθητικό όπλο του πεδίου της μάχης, έγινε το κυρίαρχο -και σε ορισμένες σχολές, το μόνο- όπλο στο οποίο γινόταν εξάσκηση αν και τελικά, οι μονομαχίες ήταν πολύ σπάνιες. Η περίοδος Έντο ήταν μια από τις πιο επιτυχημένες απολυταρχίες που έχουν υπάρξει και οι μονομαχίες ελέγχονταν πολύ αυστηρά οπότε αφού οι άνθρωποι ασκούνταν σε κάτι που πιθανότατα δε θα συνέβαινε ποτέ, δεν είναι περίεργο που η θεωρία και η αισθητική άρχισαν να παραγκωνίζουν την εμπειρία.


Ως τα μέσα της περιόδου Έντο, πολλές σχολές είχαν επίσης αρχίσει να περιλαμβάνουν ένα είδος ξιφασκίας που χρησιμοποιούσε ομοιώματα ξίφους από μπαμπού σκισμένο σε λωρίδες, τα 竹刀 (σινάι, ξίφη από μπαμπού) καθώς και προστατευτικές πανοπλίες. Όπως συμβαίνει σε όλες τις μαχητικές κουλτούρες, αυτό πυροδότησε μια ατέρμονη αντιπαράθεση μεταξύ υποστηρικτών της “ζωντανής εξάσκησης” (live training) έναντι αυτών της “εξάσκησης μέσω τυποποιημένων ασκήσεων” (pattern-drill training). Ο αντίλογος είναι ότι τα σινάι δεν έχουν το βάρος και το ζύγισμα των κανονικών ξιφών, η τσούκα (λαβή) τους είναι πολύ μακρύτερη από αυτή των περισσότερων ξιφών και, κατ’ αναλογία, το κομμάτι της λάμας είναι επίσης μακρύτερο και μερικές φορές πολύ μακρύτερο. Προκειμένου να κερδίζουν αγώνες ορισμένοι χρησιμοποιούσαν σινάι με μήκος σχεδόν δύο μέτρα· ένα ιαπωνικό ξίφος με τέτοιο μήκος θα ήταν πολύ βαρύ και δύσχρηστο σε αναμέτρηση ένας-με-έναν. Ακόμα, επειδή όλοι ήθελαν να κερδίζουν στους αγώνες, προσαρμόζονταν στο “παιχνίδι”: δεδομένου ότι οι περισσότερες αναμετρήσεις γίνονταν στα ντότζο με τα επίπεδα και λεία ξύλινα πατώματά τους, οι συμμετέχοντες άλλαξαν τις στάσεις και τους βηματισμούς τους οπότε γλιστρούσαν, έκαναν πηδηματάκια ή άλματα με εφαλτήριο τα ακροστηρίγματα των πελμάτων και χτυπούσαν (και δεν έκοβαν) με το όπλο κάνοντας γρήγορες απότομες κινήσεις. Αν και ισχυρίζονταν ότι αναπαρήγαγαν τη μάχη χωρίς τη βαρβαρότητα του σοβαρού τραυματισμού ή του φόνου του αντιπάλου, οι συμμετέχοντες δεν έκοβαν σαν να χρησιμοποιούσαν ξίφος, δεν κινούνταν σαν να χρησιμοποιούσαν ξίφος και επειδή γενικά δεν φοβούνταν τον τραυματισμό χάρη στα προστατευτικά, δεν αντιδρούσαν στην πιθανή απειλή με τον τρόπο που θα το έκαναν αν ήταν αντιμέτωποι με μια πραγματική λάμα. [2]


Το προτέρημα της εξάσκησης με κάτα είναι ότι αν τα κάνεις αρκετές φορές κάποια μοτίβα κινήσεων διαποτίζουν το νευρικό σου σύστημα –αν κάνεις κάτι αρκετά συχνά, είναι δύσκολο να “μην το κάνεις” ακόμα και όταν είσαι πιεσμένος. Όσοι είστε έμπειροι σε συνθήκες χειμερινής οδήγησης θα καταλάβετε τι εννοώ: πέφτετε πάνω σε μαύρο πάγο, αισθάνεστε ότι χάνεται η πρόσφυση, πολύ ήρεμα γυρνάτε το τιμόνι στην κατεύθυνση της ολίσθησης και μόλις ένας τροχός πιάσει κανονικό οδόστρωμα, πατάτε απαλά το γκάζι και συνεχίζετε κανονικά. Ωστόσο, και παρά το σκεπτικό αυτό, η εξάσκηση με τα κάτα, ακόμα και με τη χρήση δρύινων όπλων που θα μπορούσαν να σπάσουν κόκαλα, από την περίοδο Έντο και μετά γινόταν όλο και πιο στείρα. Κάνοντας μόνο τυποποιημένες ασκήσεις χανόταν ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά της πραγματικής μάχης: το απροσδόκητο. Η ελεύθερη εξάσκηση μπορούσε να σε φέρει αντιμέτωπο με κάτι πέρα από τη φαντασία σου, αυτό δηλαδή που είναι δεδομένο σε μια μαχητική αναμέτρηση. [3]


Παρότι ένας αγώνας με σινάι δεν είναι “ρεαλιστικός” σου διδάσκει να συνεχίσεις να μάχεσαι ακόμα και αν είσαι φοβισμένος, θυμωμένος ή κουρασμένος και ακόμα σου διδάσκει πώς να μάχεσαι και να νικάς έναν αντίπαλο που δεν ακολουθεί κάποιο “πρόγραμμα” με το οποίο είσαι εξοικειωμένος. Ένα πολύ καλό παράδειγμα για τις ωφέλειες αυτής της προσέγγισης έχω στο Κεφάλαιο 12 του βιβλίου μου “Old School” (https://edgeworkbooks.com/old-school/) και το οποίο σχετίζεται με την εξέγερση Ιτσινομίγια του 1864. Στην περίπτωση αυτή, βλέπουμε μαχητές που η εκπαίδευσή τους περιελάμβανε και κλασικά κάτα και “ζωντανή εξάσκηση” να καταφέρνουν στη μάχη κάτι που οι κλασικά εκπαιδευμένοι ξιφομάχοι δεν μπορούσαν:


Ένα ιδιαίτερα δραματικό σχετικό παράδειγμα ήταν μια εξέγερση χωρικών το 1864 που ξεκίνησε στα χωριά Μομπάρα και Νίτα, στην περιοχή Ιτσινομίγια της χερσονήσου Μπόσο στον σημερινό νομό Τσίμπα. Ο λόγος για την εξέγερση δεν είναι ξεκάθαρος σήμερα όμως τα αρχεία της εποχής δείχνουν ότι αρχικά ήταν μια εξέγερση αγροτών που χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς λόγους από ακτιβιστές, τον Μιούρα Τατεουάκι και τον Κουσουνόκι Οτοτζίρο, που υποστήριζαν μια πολιτική κατά των ξένων. Τα επίσημα αρχεία λένε ότι πρόθεσή τους ήταν να δημιουργήσουν πολιτική αστάθεια και από εξέγερση αγροτών η κατάσταση εξελίχθηκε σε χάος με εμπρησμούς, λεηλασίες, βιασμούς και φόνους στα οποία συμμετείχαν περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι. Ο Μιούρα και ο Κουσουνόκι είχαν προσλάβει για σωματοφύλακά τους έναν θηριώδη ξιφομάχο, τον Γιάνο Τζούγκορο.


Ο κυβερνήτης της περιοχής ήταν ο Κάνο Χισακίρα, ο οποίος είχε ψηλή θέση στο σύστημα εξουσίας του σογκουνάτου: ήταν ο επικεφαλής του Κόμπουσο, της κύριας στρατιωτικής σχολής που ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και που όριζε το πρόγραμμα στρατιωτικής εκπαίδευσης μέσα στο σογκουνάτο. Ο ίδιος ο Κάνο είχε ασκηθεί στη Γιάγκιου Σινκάγκε-ρίου και ήταν ικανός ξιφομάχος και είχε στρατολογήσει τους πιο ικανούς μαχητικά σαμουράι από τους ακολούθους του για τη δημιουργία μιας ειδικής μονάδας, της Μπούρεν-γκούμι. Όντας στην εύνοια του σογκουνάτου, ο Κάνο είχε στην κατοχή του γαίες σε διάφορες περιοχές της Ιαπωνίας, μεταξύ των οποίων και στο χωριό Ακαμπόρι στο Κοζούκε, το οποίο ήταν η έδρα της Χόνμα Νεν-ρίου. Ο άρχοντας Κάνο ζήτησε από τον Χόνμα Σενγκόρο Ότζι, τον αρχηγό της οικογένειας να φτιάξει μια πολιτοφυλακή από τους μαθητές του για να βοηθήσει στην καταστολή της εξέγερσης και ο Χόνμα όντως οργάνωσε γρήγορα μια “ειρηνευτική ομάδα” από περισσότερους από εκατό μαθητές του. Όταν ο Χόνμα έφτασε στο Μομπάρα βρήκε το χωριό να καίγεται και την επίλεκτη ομάδα σαμουράι Μπούρεν-γκούμι να υποχωρεί. Βλέποντας τον Γιάνο να ηγείται των εξεγερμένων, ο Χόνμα διέταξε έναν από τους ακολούθους του, τον Νακατζίμα Γιοτζόνο, να τον σκοτώσει. Ο Νακατζίμα όρμησε μέσα στη συμπλοκή, τον προκάλεσε και μετά από αρκετές αμοιβαίες επιθέσεις ο Νακατζίμα τον σκότωσε, καρφώνοντάς τον με τη λάμα του στραμμένη προς τα επάνω. Βλέποντας τον Γιάνο νεκρό σε μάχη ένας-με-έναν, οι εξεγερμένοι έχασαν το θάρρος τους και η εξέγερση καταπνίγηκε. [4]



Σημειώσεις


[1] Ελπίζω να μπορέσω να φιλοξενήσω ένα κείμενο σχετικό με το μπο νο τε στο εγγύς μέλλον. Πιστεύω ότι το μπο νο τε λειτουργούσε για τους χωρικούς και τους τεχνίτες σαν μια μεθοδολογία εξάσκησης κατάλληλη για την τάξη και την κουλτούρα τους, με τον ίδιο τρόπο που τα μπουγκέι λειτουργούσαν για την τάξη των πολεμιστών. Και τα μεν και τα δε έδιναν στους ανθρώπους μαχητική φυσική κατάσταση, τους εξοικείωναν με τον χειρισμό των όπλων και ταυτόχρονα τους εμφυσούσαν αξίες κατάλληλες για την κουλτούρα τους. Ως τα μέσα της περιόδου Έντο, στις αγροτικές περιοχές, αυτοί οι δύο τύποι εξάσκησης συγχωνεύονταν – για παράδειγμα, σε μερικά από τα δραματικά κάτα της Κιράκου-ρίου και της Αράκι-ρίου με όπλα με αλυσίδες, είναι εμφανείς οι ομοιότητες με το μπο νο τε.


[2] Ένα μικρό παράδειγμα γι αυτό, και το οποίο με εντυπωσιάζει (και μερικές φορές με διασκεδάζει) είναι το πόσο διαφορετικά αντιδρούν οι άνθρωποι στην ελεύθερη εξάσκηση με μαχαίρι όταν απέναντί τους έχουν ένα ξύλινο ή στομωμένο μεταλλικό ομοίωμα σε αντίθεση με όταν έχουν ένα Shock-Knife (http://www.shocknife.com/) -το τελευταίο κάνει ορισμένους να πανικοβάλλονται μόλις η λεπίδα σπινθηρίσει –και το Shock-Knife απλώς πονάει αντίθετα με την πραγματική λεπίδα στην οποία διακυβεύονται πολύ περισσότερα πράγματα. Θα πρέπει να πω πάντως ότι ορισμένα άτομα δεν αλλάζουν τη συμπεριφορά τους στο ελάχιστο και εστιάζουν την προσοχή τους στην σωστή εξουδετέρωση της απειλής της “ηλεκτρικής λάμας”.


[3] Ένας συνεργάτης μου, ο Ντον Γκούλα, ήταν παρών στη νεκροψία ενός ανθρώπου του οποίου η καρδιά είχε γίνει σκόνη από έναν κοντινό πυροβολισμό με κυνηγετικό όπλο -εκεί που κάποτε χτυπούσε μια καρδιά βρισκόταν απλώς μια τρύπα σε μέγεθος γροθιάς. Ωστόσο, πριν πέσει νεκρός, ο άνθρωπος αυτός συνέχισε να πυροβολεί, χωρίς καρδιά, για ένα λεπτό.


[4] Ο λόγος που η αφήγηση δίνει έμφαση στο ότι η λάμα ήταν “στραμμένη προς τα επάνω” είναι επειδή κάτι τέτοιο σημαίνει φονικό χτύπημα: όταν ένα όπλο με μονή κόψη καρφώσει και τραβηχτεί με τη λάμα προς τα επάνω, η πληγή διευρύνεται εκθετικά. Ακόμα και σήμερα, στο ιαπωνικό νομικό σύστημα, αν κάποιος μαχαιρώσει κάποιον με μαχαίρι του οποίου η λάμα είναι στραμμένη προς τα επάνω, η ποινή είναι μεγαλύτερη επειδή θεωρείται ότι υπήρχε συνειδητή δολοφονική πρόθεση. (Κάποιος που δεν είναι εκπαιδευμένος, όταν πάει να καρφώσει με το μαχαίρι συνήθως το κάνει κρατώντας το όπως θα το κρατούσε για να κόψει λαχανικά.)


Έλις Άμντουρ


Μετάφραση για τον ΠΟΠΤ Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης


Περισσότερα για τον ψυχολόγο, δάσκαλο κλασικών πολεμικών τεχνών και συγγραφέα Έλις Άμντουρ, μπορείτε να διαβάσετε στη συνέντευξη που έδωσε στον Πανελλήνιο Οδηγό Πολεμικών Τεχνών. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο μπλογκ του “Kogen Budo” και μεταφράστηκε στα ελληνικά κατόπιν συμφωνίας με τον ίδιο. Όσοι ενδιαφέρονται για τα βιβλία του Άμντουρ μπορούν να επισκεφθούν το σάιτ www.edgeworkbooks.com ενώ πληροφορίες για τα δύο ντότζο που σχετίζονται μαζί του στην Ελλάδα υπάρχουν στο https://www.facebook.com/TodaHaBukoRyu/ (ντότζο της Τόντα-χα Μπούκο-ρίου στην Αθήνα) και https://www.facebook.com/arakiryugreece/ (ομάδες εξάσκησης στο Αράκι-ρίου Τόριτε Κογκουσόκου στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη)

×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι