Συνέντευξη με τον Έλις Άμντουρ – μέρος πρώτο

εικόνα άρθρου
«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ασκείσαι στις πολεμικές τέχνες, όλοι οι άλλοι τρόποι είναι λάθος. Ο τρόπος αυτός είναι να ασκείσαι με ακεραιότητα, να ασκείσαι σαν κάθε δευτερόλεπτο να εξαρτάται η ζωή σου»



Τι σας έκανε να ενδιαφερθείτε αρχικά για τις πολεμικές τέχνες; Υποθέτω ότι (δεδομένης της σωματικής σας διάπλασης) δεν ισχύει για σας το συνηθισμένο μοτίβο “ήμουν αδύναμος και ήθελα κάτι για να μου δώσει αυτοπεποίθηση” –ή μήπως όχι;

Μπορεί να είμαι μεγαλόσωμος τώρα, όμως δεν ήμουν πάντα! Άρχισα να κάνω πολεμικές τέχνες όταν ήμουν 12 χρονών και όταν είπα στους γονείς μου ότι ήθελα να κάνω καράτε μου είπαν “Όχι, αυτά είναι δραστηριότητες κατώτερου επιπέδου.” Εγώ συνέχισα να τους κολλάω, οπότε κάποια στιγμή ο πατέρας μου εκνευρίστηκε, με πήγε στο υπόγειο, πήρε μια σανίδα περίπου 60 εκατοστών μήκους και 4 εκατοστών πάχους και μου είπε: “Αν μπορέσεις να το σπάσεις αυτό με το χέρι σου, μπορείς να κάνεις καράτε.” Κανονικά μια σανίδα τέτοιου μεγέθους δεν μπορούν να τη σπάσουν ούτε αυτοί που κάνουν καράτε, όμως εγώ δεν το ήξερα οπότε την έβαλα πάνω σε δυο καρέκλες, πήρα φόρα και την κοπάνησα όσο πιο δυνατά μπορούσα με το χέρι μου. Βεβαίως έπεσα κάτω από τον πόνο όμως όταν ο πόνος υποχώρησε το έκανα ξανά και ξανά και συνέχισα έτσι επί μια εβδομάδα μέχρι που πλέον το χέρι μου είχε πρηστεί τόσο πολύ που δεν μπορούσα να το χρησιμοποιήσω. Τέλος πάντων το βράδυ, στο φαγητό, ο πατέρας μου είδε ότι δεν μπορούσα να πιάσω το πιρούνι με το δεξί μου χέρι και ότι το έκρυβα μέσα στο μανίκι μου και επειδή καθόταν στα αριστερά μου, τον χτύπαγα με το αριστερό μου χέρι κάθε φορά που το χρησιμοποιούσα. Μου σηκώνει το μανίκι λοιπόν, βλέπει τα χάλια που είχε το χέρι μου και μου λέει έντρομος “Τι έγινε; Τι έπαθες;” και εγώ του απάντησα “Έκανα αυτό που μου είπες!” Μάλλον δεν εκτίμησαν την αφοσίωσή μου και μου είπαν “Μα είσαι καλά; Δεν πρόκειται να ξανακάνεις τέτοια πράγματα!”

Τέσσερα χρόνια μετά μπλέχτηκα σε έναν καυγά με ένα άλλο παιδί για λόγους τιμής. Δεν ήξερα πώς να παλέψω μαζί του οπότε σκέφτηκα να τον πνίξω όμως δεν είχα τα χέρια μου ψηλά ώστε να φυλάξω το πρόσωπό μου με αποτέλεσμα να μου σπάσει τη μύτη και να μου ξεκολλήσει το σαγόνι. Γυρίζω λοιπόν στο σπίτι, με βλέπει ο πατέρας μου και μου λέει “Η μύτη σου είναι στο μάγουλό σου!” το οποίο εγώ δεν είχα συνειδητοποιήσει λόγω αδρεναλίνης. Επειδή ο πατέρας μου τότε ήταν αρκετά άρρωστος και δεν μπορούσε να με μάθει πώς να παλεύω, με άφησε να πάω να μάθω καράτε· αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα και όλα τα άλλα ήρθαν μετά.

Πώς αποφασίσατε να αρχίσετε να ασχολείστε με τις κλασικές πολεμικές τέχνες; Οι σύγχρονες (Αϊκίντο, Τζούντο, Κικ-μπόξινγκ) σας άφησαν κάποιο κενό;

Όταν ήμουν 19 ετών είδα μια ταινία το “Ζατοΐτσι εναντίον Γιοτζίμπο” και αυτό που είδα και στους δύο χαρακτήρες ήταν ότι επρόκειτο για ανθρώπους που ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, που ήταν απολύτως σίγουροι για τον εαυτό τους –όχι μόνο στις συγκρούσεις αλλά γενικά. Αυτό λοιπόν μου φάνηκε σαν ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του ιαπωνικού πολεμικού ήθους, τουλάχιστον από τη ρομαντική του πλευρά. Όταν λοιπόν πήγα στην Ιαπωνία άρχισα να το αναζητώ αυτό το πράγμα και στις κλασικές πολεμικές τέχνες, επειδή είναι μικρές ομάδες, έχεις μια πολύ στενή σχέση με τον δάσκαλό σου (δεν μπορείς να του κρυφτείς, ούτε μπορεί αυτός να σου κρυφτεί) και μια σχέση που επειδή είναι πολύ έντονη λόγω του αντικειμένου σου αποκαλύπτει κάποια ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητας του άλλου. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το έχεις στις σύγχρονες πολεμικές τέχνες καθώς οι τέχνες αυτές διδάσκονται συνήθως σαν χόμπι ή για επαγγελματικούς λόγους οπότε υπάρχουν πολλοί μαθητές που έρχονται και φεύγουν. Επίσης, στις κλασικές σχολές υπάρχει μια ιστορία και μια γενεαλογία, πράγμα που σημαίνει ότι οι δάσκαλοί μου ήταν προϊόν των ανθρώπων με τους οποίους μελέτησαν και αυτό πηγαίνει πολλές γενιές πίσω – έχεις λοιπόν μια επικοινωνία με κάτι που υπήρξε πριν από 400 χρόνια και που έρχεται απευθείας σ' εσένα και αυτό το κάτι είναι σωματικό: ο τρόπος που κινείσαι, που καταλαμβάνεις χώρο διαμορφώνεται από τις πράξεις κάποιου άλλου πριν από 400 χρόνια. Αυτό το πράγμα μπορεί να είναι πολύ βαθύ ως εμπειρία.

Έχετε βρει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να μεταφέρετε τις διδασκαλίες των σχολών αυτών στην επαγγελματική σας ζωή. Έχει αυτό να κάνει με τη φύση του γνωστικού σας αντικειμένου (ψυχολογία) ή πιστεύετε ότι μπορεί να γίνει και με άλλα αντικείμενα; Θα θέλατε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα;

Όχι δεν έχει ιδιαίτερα σχέση με την ψυχολογία. Απλώς εγώ είχα ένα ειδικό ενδιαφέρον για έναν κλάδο της ψυχολογίας που σχετίζεται με τα επείγοντα περιστατικά (“emergency work”) και στον κλάδο αυτόν φαίνεται να μπορεί κανείς να μεταφέρει την ψυχολογική κατάσταση που αποκτάει όταν ασκείται στην ξιφομαχία. Η ψυχολογική κατάσταση αυτή μοιάζει με την ψυχολογική κατάσταση που έχει κάποιος που μπαίνει στο σπίτι ενός ψυχωτικού ατόμου το οποίο πιστεύει ότι κάποιος του έχει εμφυτεύσει στον εγκέφαλο ένα τσιπάκι και θέλει να σκοτώσει τον πρώτο άνθρωπο που θα μπει στο σπίτι του. Αντίστοιχη ψυχολογική κατάσταση αποκτάει κανείς αν είναι στρατιωτικός ή αστυνομικός.

Γενικότερα μιλώντας, ό,τι μαθαίνεις που είναι σημαντικό για σένα, επηρεάζει όλη σου τη ζωή συνεπώς μπορεί να είσαι μπαρίστα ή να καλλιεργείς λουλούδια ή να εργάζεσαι σε ένα εργοστάσιο –το ερώτημα είναι “Κάνεις αυτό που κάνεις με όλη σου την ψυχή; Το κάνεις με ακεραιότητα;” Γιατί αν ασκείσαι στις πολεμικές τέχνες, υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ασκείσαι –όλοι οι άλλοι τρόποι είναι λάθος. Και ο τρόπος αυτός είναι να ασκείσαι με ακεραιότητα, να ασκείσαι σαν κάθε δευτερόλεπτο να εξαρτάται η ζωή σου. Αυτό που συμβαίνει στο ντότζο είναι ότι έρχονται στο προσκήνιο γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβεί και στη ζωή σου, ακόμα και αν είσαι εργάτης σε εργοστάσιο.

Είχατε πει παλιότερα ότι αυτό που κάνετε στην Ελλάδα με την “εξ αποστάσεως” διδασκαλία κορίου είναι ένα πείραμα. Έχοντας περάσει πλέον κάποια χρόνια πιστεύετε ότι το πείραμα αυτό έχει πετύχει;

Μάλλον – αλλιώς δε θα ήμουν εδώ! (γέλια) Πραγματικά, δε θα ερχόμουν ξανά: δε βγάζω χρήματα από τη διδασκαλία αυτή, δε θέλω ιδιαίτερα να διδάσκω –έχω την υποχρέωση να το κάνω γιατί κάποιος αισθάνθηκε την υποχρέωση να διδάξει εμένα- όμως διδάσκω μόνο ανθρώπους που ενδιαφέρονται, που αγαπούν την τέχνη αυτή. Και καταλαβαίνω αν αγαπούν την τέχνη από την ποιότητα της εξάσκησής τους όταν τους βλέπω. Αφού λείπω για έξι μήνες, θεωρητικά δε θα έπρεπε να βελτιώνονται – από τη στιγμή που βελτιώνονται σημαίνει ότι το ντότζο γίνεται ένας νους και αν όλοι προσέχουν αυτά που λέω καθένας δε θα θυμάται τα πάντα όμως όλοι μαζί, τα 8, 10, 12 άτομα, μπορούν να θυμούνται συλλογικά. Αν ένα άτομο είχε οριστεί ως επικεφαλής της ομάδας, όλοι θα έβλεπαν το άτομο αυτό σαν τον “σενσέι στη θέση του σενσέι” και το πείραμα θα είχε αποτύχει γιατί η περιορισμένη αντίληψη του ατόμου αυτού θα υποκαθιστούσε αυτό που είχα διδάξει. Παρότι κάποιο άτομο μπορεί να έχει περισσότερες ικανότητες ή περισσότερη “εξουσία” επειδή οργανώνει τα σεμινάρια, ακόμα και το νεότερο μέλος της ομάδας έχει ακριβώς την ίδια δυνατότητα να πει “Νομίζω ότι εδώ ο Έλις είπε κάτι διαφορετικό –εγώ το θυμάμαι έτσι”. Κατ' αυτόν τον τρόπο, συλλογικά η ομάδα προχωρεί και έτσι μπορώ να είμαι παρών ακόμα και όταν είμαι απών και έτσι λειτουργεί το πείραμα.

Σε συνέχεια του παραπάνω, τι συμβαίνει/θα συμβεί όταν οι μαθητές σας φτάσουν σε ένα σημείο που θα χρειάζονται πιο στενή παρακολούθηση. Για παράδειγμα, στην Τόντα-χα Μπούκο-ρίου, υπάρχει ο βαθμός του Σίχαν-ντάι ο οποίος γενικά σημαίνει “εκπαιδευτής υπό επιτήρηση”. Πιστεύετε ότι αυτή η επιτήρηση μπορεί επίσης να γίνει εξ αποστάσεως;

Κατ' αρχάς η ακριβής μετάφραση του Σίχαν-ντάι είναι “βοηθός εκπαιδευτής” –στις δικές μου σχολές, αυτός που είναι Σίχαν-ντάι έχει την ευκαιρία να διδάξει μόνος του και εγώ κρίνω την ποιότητα αυτού που παράγουν. Ας φανταστούμε λοιπόν ότι κάποιος μαθητής μου αρχίζει το δικό του ντότζο και έχει τους δικούς του μαθητές –το ερώτημα για μένα είναι “Έχει το άτομο αυτό μεταδώσει επιτυχημένα αυτό που του δίδαξα ή το έχει αλλάξει προς κάποια αρνητική κατεύθυνση;” Αν έχει συμβεί το δεύτερο, θα το διορθώσω, όμως αν δω ότι (α) ακόμα και αν το άτομο αυτό δεν έχει κατακτήσει αυτά που του δίδαξα έχει την ικανότητα να τα κατακτήσει και, (β) μπορεί να μεταφέρει αυτά που του δίδαξα με τον δικό του τρόπο, τότε πλέον είναι σίχαν –δε με χρειάζεται άλλο, κατ' αναλογία με έναν γονιό που κάποια στιγμή λέει στο παιδί του “Δε χρειάζεται να μένεις μαζί μου πια”.

Ξέρετε, στόχος μου είναι να το κάνω αυτό όσο πιο γρήγορα γίνεται. Βλέπω πολλούς δασκάλους 50-60 χρονών που έχουν μαθητές επίσης 50-60 χρονών και που είναι μαζί τους 30 χρόνια και αυτό πραγματικά δε μου αρέσει. Αν ζεις σε μια μικρή κοινότητα και το σκεπτικό είναι ότι το ντότζο είναι κομμάτι της κοινότητας αυτής και άρα ασκούμαστε όλοι μαζί για όλη μας τη ζωή, δεν υπάρχει πρόβλημα –το πρόβλημα υπάρχει όταν ο δάσκαλος, εμποδίζει την πορεία των μαθητών του, ενίοτε και χωρίς να το συνειδητοποιεί με την αιτιολογία “Δεν είσαι έτοιμος ακόμα, δεν είσαι εγώ”. Μα ποτέ δε θα είναι! Το ερώτημα είναι “Μπορείς να είσαι εσύ; Μπορείς να πολεμήσεις μ' αυτά που ξέρεις; Μπορείς να διδάξεις αυτά που ξέρεις; Αυτά που διδάσκεις είναι τα ίδια;” Μερικές φορές κάποιος μπορεί να είναι σίχαν και να μην είναι στο ίδιο επίπεδο με τον δάσκαλο όμως είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να διδάξει.

Αυτό το βλέπουμε και στη μουσική: υπάρχουν κι εκεί γενεαλογίες που πάνε πίσω πολλά χρόνια –για παράδειγμα στον Λιστ ο οποίος δίδαξε πολλούς πιανίστες οι οποίοι με τη σειρά τους δίδαξαν ακόμα πιο πολλούς. Η παράδοση πηγαίνει ως τον Λιστ όμως όλοι αυτοί οι πιανίστες είναι στο ίδιο επίπεδο μ' εκείνον; Ίσως όχι, όμως κατάφεραν να διδάξουν αυτά που έμαθαν και έτσι η μουσική συνεχίζεται.

Έχετε εκφράσει επανειλημμένα τη διαφωνία σας με τη μελέτη περισσότερων από μια κορίου –ταυτόχρονα όχι μόνο εσείς αλλά και όλοι οι εκπαιδευτές της Τόντα-χα Μπούκο-ρίου, έχετε μελετήσει τουλάχιστον άλλη μια. Θα ήθελα ένα σχόλιο πάνω σ' αυτό.

Καταρχάς θέλω να πω ότι δεν έχω κανένα σχόλιο σχετικά με το τι κάνουν οι άλλοι. Για το θέμα αυτό έχω γράψει ένα δοκίμιο –αν θέλει κανείς να το διαβάσει: κάθε κορίου δεν είναι μόνο οι τεχνικές της. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, μια αντίληψη ζωής και απαιτεί να οργανώσει κανείς το σώμα του με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό που βλέπω πολύ συχνά σε ανθρώπους που μελετούν περισσότερες από μια κορίου είναι ότι τις αναμειγνύουν και αυτό φανερώνει έλλειψη πειθαρχίας, πειθαρχημένου νου. Ένας τρόπος που μπορεί να το σκεφτεί κανείς είναι ο εξής: είναι πιθανό κάποιοι άνθρωποι να μπορούν με επιτυχία να είναι παντρεμένοι με περισσότερες από μια γυναίκες (ή άντρες) όμως αυτό έχει ορισμένες απαιτήσεις. Μπορούν οι άνθρωποι με τους οποίους είσαι παντρεμένος να ζουν αρμονικά και μεταξύ τους; Αν δηλαδή εγώ έχω δύο συζύγους, οι γυναίκες αυτές είναι επίσης ευτυχισμένες με την κατάσταση αυτή; Επίσης, εγώ προσφέρω και στις δύο τον ίδιο σεβασμό; Δε μιλάω εδώ για 50-50 αλλά για 100% σε κάθε μια. Όταν είμαι μαζί με την κάθε μια, της συμπεριφέρομαι σαν να είναι το μόνο πρόσωπο στη ζωή μου; Είναι πιθανό κάτι τέτοιο; Ίσως. Όμως τι γίνεται αν ένα άτομο είναι παντρεμένο με 3, 4 ή 5 διαφορετικούς ανθρώπους; Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος που μπορεί να λειτουργήσει είναι μέσω της σκληρότητας: αρχίζεις να εξαλείψεις την ιδιαιτερότητα των ατόμων με τα οποία είσαι παντρεμένος οπότε ταιριάζουν το ένα με το άλλο επειδή γίνονται όλα ένα πράγμα –έτσι όμως έχεις χαρέμι, δεν έχεις γάμο.

Με το ίδιο σκεπτικό, βλέπουμε ανθρώπους που κάνουν πολλά πράγματα και που ενθουσιάζονται τόσο πολύ με τα καινούρια πράγματα που μαθαίνουν που σκοτώνουν τις ιδιαιτερότητες της κάθε σχολής. Έτσι καταλήγουν να έχουν στην κατοχή τους μερικά ονόματα αλλά δεν πραγματώνουν την τέχνη τους. Προσωπικά, άρχισα Αράκι-ρίου το 1976 και Τόντα-χα Μπούκο-ρίου το 1978 για να έχω κάτι να κάνω μαζί με τη σύζυγό μου όμως αισθανόμουν μια βαθιά ντροπή γιατί δεν μπορούσα να κάνω Τόντα-χα Μπούκο-ρίου –έμοιαζα να έκανα, σε σημείο που να έχω φτάσει να είμαι Σίχαν-ντάι στο ντότζο μας στην Ιαπωνία όμως χρειάστηκε να περάσουν 12 χρόνια μέχρι να καταφέρω να κάνω ένα κάτα της Τόντα-χα Μπούκο-ρίου και την εμπειρία τη θυμάμαι ακόμα: ήταν η πρώτη φορά που ο νους και το σώμα μου ήταν οργανωμένα με έναν τρόπο που δεν ήταν Αράκι-ρίου. Χρειάστηκαν λοιπόν 12 χρόνια για να καταφέρω να διαχωρίσω αυτές τις δύο σχολές –και σημειωτέον πάντα έκανα περισσότερη προπόνηση από τον περισσότερο κόσμο και πάντα πίεζα τον εαυτό μου να τις κρατάει διαχωρισμένες επειδή αν δεν το έκανα, θα έδειχνα έλλειψη σεβασμού στους δασκάλους μου φέρνοντας στη σχολή τους κάτι από κάπου αλλού.

Αν ένας ζωγράφος σε διδάσκει κάτι και έχεις ένα ημιτελές έργο και πεις “Ναι, μου έχεις δώσει τρία χρώματα για να δουλέψω –το μπλε, το κόκκινο και το πράσινο- όμως εγώ αποφασίζω από μόνος μου και χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω, να προσθέσω λίγο μοβ και να το συμπληρώσω”, τότε προβάλεις τον δάσκαλό σου. Αν έχεις “αποφοιτήσει”, αν έχεις μάθει όλα όσα έχει να σου δείξει ο ζωγράφος αυτός μπορείς να δημιουργήσεις το δικό σου έργο και να εκφράσεις τη δική σου δημιουργικότητα όμως είναι εξαιρετικά αλαζονικό να πεις στον δάσκαλό σου έστω και έμμεσα ότι ξέρεις περισσότερα από αυτόν και ξέρεις ότι το Χ εξωτερικό στοιχείο ταιριάζει με αυτό που σου διδάσκει. Και αυτό δεν είναι κάτι που το κάνεις συνειδητά. Για παράδειγμα, στην Τόντα-χα Μπούκο-ρίου το ξίφος χρησιμοποιείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αν κάνω μια άλλη τέχνη ξίφους που χρησιμοποιεί το ξίφος διαφορετικά, θα αρχίσω να χρησιμοποιώ το ξίφος στην Τόντα-χα Μπούκο-ρίου με διαφορετικό τρόπο και αυτό θα φανεί στον τρόπο που κάνω τα κάτα της Τόντα-χα Μπούκο-ρίου· αυτό που δεν ξέρω είναι πώς αυτή η διαφορά χαλάει την εξάσκηση άλλων ανθρώπων καθώς τα κάτα δημιουργήθηκαν για συγκεκριμένους λόγους και προκειμένου να διδαχθούν συγκεκριμένα πράγματα και απαιτούν το ξίφος να χρησιμοποιείται με συγκεκριμένο τρόπο. Μπορεί λοιπόν να στερώ από τους μαθητές μου τη δυνατότητα να μάθουν τα συγκεκριμένα αυτά πράγματα επειδή εγώ έχω προσθέσει στοιχεία από κάποια άλλη σχολή.

Είμαι λοιπόν κάθετος στο ότι αν κανείς μελετάει δύο σχολές θα πρέπει να τις έχει διαχωρισμένες. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που το έχουν κάνει με επιτυχία –και πιστεύω ότι είμαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους, όμως για να το κάνω είχα μια τεράστια αίσθηση ευθύνης και προσπάθησα πολύ και εντελώς ειλικρινά, βλέπω πολλούς ανθρώπους που δεν προσπαθούν εξίσου. Τους βλέπω αντίθετα να κάνουν αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε “γενικώς κορίου” το οποίο είναι ένα μείγμα από διάφορα πράγματα.

Πέρα από την πρακτική διδασκαλία, και εσείς και άλλοι εκπαιδευτές κορίου έχετε να επιδείξετε και ένα ευρύτερο μελετητικό έργο (βιβλία, αρθρογραφία κ.λπ.). Πιστεύετε ότι αυτό είναι απαραίτητο για κάποιον που ασχολείται με τις σχολές αυτές; Μ' άλλα λόγια, πιστεύετε ότι η ενασχόληση με τις σχολές αυτές είναι αναπόφευκτο να πάει σε τόσο μεγάλο βάθος; Και αν ναι, αυτό δεν είναι πιθανό να οδηγήσει και στη μελέτη μιας ακόμα σχολής;

Κατ' αρχάς δεν πιστεύω ότι χρειάζεται όλοι να γίνουν μελετητές –πιστεύω όμως ότι όλοι πρέπει να διαβάσουν τα βιβλία μου (γέλια). Νομίζω ότι το χαμηλότερο επίπεδο είναι να μάθει κανείς το σωματικό μέρος της σχολής. Όμως ο μόνος τρόπος να επιζήσει μια παράδοση είναι μέσω των μύθων και των ιστοριών της οπότε η ιστορία και το πλαίσιο είναι εξίσου σημαντικά. Ένας φίλος μου έλεγε μια ιστορία πρόσφατα: αν καταλαβαίνω καλά υπάρχει μια τάση για αναβίωση του ρεμπέτικου, θα μπορούσαμε να πούμε κάτι σαν “νέο-ρεμπέτικο”, έτσι δεν είναι; Κάποιοι λοιπόν από τους νέους αυτούς μουσικούς πήγαν σε έναν από τους λίγους εν ζωή παλιούς ρεμπέτες και παρότι ήταν πολύ καλοί από πλευράς ικανότητας στο μπουζούκι, η αντίδραση του ρεμπέτη ήταν “Μπα, δε λέτε τίποτα –δεν έχω διάθεση ούτε να σας μιλήσω.” Λίγο καιρό αργότερα, κάτι πιτσιρικάδες από υποβαθμισμένες γειτονιές που έκαναν ραπ πήγαν επίσης και συνάντησαν τον ρεμπέτη αυτόν. Στον ρεμπέτη δεν αρέσει βεβαίως η μουσική τους, τη θεωρεί εισαγόμενα σκουπίδια, όμως οι πιτσιρικάδες βγάζουν έναν μπάφο και αυτός βγάζει τον ναργιλέ του και αρχίζουν να πίνουν και να λένε ιστορίες για γυναίκες, και φυλακή και τσαμπουκάδες –για τον γέρο-ρεμπέτη οι άνθρωποι αυτοί ήταν “δικοί του”, ήταν άνθρωποι από το ίδιο πλαίσιο, παρότι η μουσική ήταν διαφορετική.

Ένα πρόβλημα που υπάρχει για όσους ασκούνται στις κορίου εδώ στην Ελλάδα είναι ότι η πραγματικότητα γύρω τους δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη σύγχρονη Ιαπωνία ούτε, πολύ περισσότερο, με την παλιά: το πολιτικό σύστημα είναι διαφορετικό και αν δεν καταλαβαίνεις το πολιτικό σύστημα δεν καταλαβαίνεις πώς αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι τη μάχη, πότε ήταν δικαιολογημένο να πολεμήσεις, πότε απαγορευόταν, ποια ήταν τα πράγματα για τα οποία πολεμούσες, γιατί οι άνθρωποι μελετούσαν τα πράγματα αυτά –το πλαίσιο αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει κανείς, για παράδειγμα, να συνειδητοποιήσει ότι πολλοί άνθρωποι μελετούσαν τις σχολές που σήμερα αποκαλούμε “κορίου” για κοινωνικό κεφάλαιο, θα έπαιρναν δηλαδή μεγαλύτερο μισθό αν είχαν ένα μένκιο, μια άδεια διδασκαλίας ή, αν δεν ήταν μπούσι/σαμουράι θα ανέβαιναν κοινωνικά –όπως κάποιος που επειδή γίνεται πλούσιος γίνεται μέλος σε μια λέσχη γκολφ. Αυτοί οι πεζοί λόγοι είναι επίσης σημαντικοί και αν μελετήσεις την ιστορία, η εξάσκησή σου θα εμπλουτιστεί πολύ.

Όσο για το αν αυτή η μελέτη θα σε οδηγήσει να μελετήσεις και μια άλλη σχολή, δεν ξέρω αν τα δύο έχουν σχέση –ίσως να συμβεί, ίσως και όχι.

Έλις Άμντουρ

Μετάφραση: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης


Διαβάστε το δεύτερο μέρος της συν/ξης του Έλις Άμντουρ στον ΠΟΠΤ.

×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι