Πρότυπα των Πολεμικών Τεχνών:Μοριχέι Ουεσίμπα-μια γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης (*)

εικόνα άρθρου
Φτάνοντας στον σταθμό της Ιουάμα του νομού Ιμπαράκι, ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από την έλλειψη εντυπωσιασμού: το Τόκιο μοιάζει πολύ μακρύτερα από τα 95 χιλιόμετρα και τη μιάμιση ώρα που το χωρίζουν από τη μικρή κωμόπολη και το τοπίο θυμίζει κάποιους από τους απίθανους σταθμούς στη Βόρεια Ελλάδα πριν έρθουν τα τρένα Intercity –ή κάποια από τα μέρη που βλέπει κανείς στα αμερικανικά road movies. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο έντονα αν αρχίσει ξεμακραίνει από το σταθμό και να περιπλανιέται στους δρόμους με τα συχνά εγκαταλελειμμένα σπίτια και εργαστήρια, με την αραιή κίνηση και με τα δέντρα που μοιάζουν να ανήκουν περισσότερο σε υπολείμματα δασών παρά σε αστικά πάρκα. Εξίσου πεζός μοιάζει και ο, συνήθως κλειστός, σιντοϊστικός ναός που ονομάζεται «Αϊκί Τζίντζα» ενώ το μικρό ντότζο που βρίσκεται λίγο πιο πέρα θυμίζει τσιγγάνικο καταυλισμό με αυτοσχέδια κτίσματα και στέγες από ελενίτ –είναι δυνατόν να είναι αυτή η μήτρα του αϊκίντο;

Και όμως είναι. Από το 1940 που το αγόρασε και το 1942 που μετακόμισε εκεί, ως το 1969 που πέθανε, το συγκεκριμένο μέρος υπήρξε το πραγματικό σπίτι του Μοριχέι Ουεσίμπα (1883-1969) και το εργαστήριο στο οποίο ο, κατά κοινή ομολογία, ιδιοφυής δάσκαλος δημιούργησε με πιστό βοηθό τον Μοριχίρο Σάιτο (1928-2002) μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες πολεμικές τέχνες. Για τον Ουεσίμπα, η Ιουάμα υπήρξε ο τελικός σταθμός μιας πορείας που ξεκίνησε από Τανάμπε του Νομού Ουακαγιάμα, συνέχισε στο Τόκιο, έφτασε στο Χοκάιντο, απέναντι από τη Σιβηρία, στο Αγιάμπε κοντά στο Κιότο, στην Μογγολία και από εκεί ξανά στο Τόκιο και την Ματζουρία –σε μια Ιαπωνία όπου όλοι παλεύουν για σταθερότητα, ο Ουεσίμπα υπήρξε φανατικά και έμπρακτα υπέρμαχος της αλλαγής και αυτό φαίνεται περισσότερο απ’ όλα στο έργο της ζωής του, το αϊκίντο.

Ο Ουεσίμπα ήταν προϊόν της εποχής του, της περιόδου των μεγάλων αλλαγών για την Ιαπωνία: αν και γεννήθηκε 15 χρόνια μετά την παλινόρθωση του αυτοκράτορα Μέιτζι, η οικογένειά του ζούσε στην επαρχία και αυτό του επέτρεψε να μεγαλώσει σε μια Ιαπωνία που πατούσε ακόμα γερά στην περίοδο των σαμουράι. Όντας γόνος εύπορης οικογένειας, εκπαιδεύτηκε από δασκάλους-βουδιστές ιερείς, ενώ κατόπιν προτροπής του πατέρα του, άρχισε να ασκείται στις πολεμικές τέχνες για να δυναμώσει καθώς φαίνεται ότι οι τάσεις του ήταν πιο πολύ προς τη διανόηση παρά προς την πράξη. Η ιστορία έμελλε να αποδείξει ότι υπήρχε μέσα του μια εξαιρετική ικανότητα εξισορρόπησης του κόσμου της μελέτης –του κομφουκιανισμού, του εσωτερικού βουδισμού και του σιντοϊσμού- και του κόσμου της σωματικής άσκησης και της μελέτης των μαχητικών παραδόσεων της χώρας του (σούμο, Γιάγκιου-ρίου, Τέντζιν Σίνγιο-ρίου, τζούντο).

Το εμπόριο και ο στρατός, δραστηριότητες οι οποίες τον απασχόλησαν ως τα 29 του δεν κατάφεραν να καλύψουν τις ανησυχίες του και το 1912 αποφάσισε να συμμετάσχει στην κίνηση εποικισμού του Χοκάιντο που προωθούσε η ιαπωνική κυβέρνηση. Εκεί, και ενώ προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κοινότητα αγροτών στην περιοχή Σιρατάκι, γνώρισε τον έναν από τους δύο ανθρώπους που έμελλαν να τον στιγματίσουν: τον Σοκάκου Τακέντα (1859-1943), ιδρυτή και δάσκαλο της πολεμικής τέχνης Ντάιτο-ρίου Αϊκί-τζουζούτσου και, κατά πολλούς έναν από τους τελευταίους σαμουράι της Ιαπωνίας, τουλάχιστον ως προς τη σοβαρότητα (από κάθε άποψη) στην εξάσκηση των πολεμικών τεχνών. Η μελέτη κοντά στον Τακέντα, χάρισε στον Ουεσίμπα όλες τις τεχνικές βάσεις για να δημιουργήσει αργότερα τη δική του τέχνη –αυτό που έλειπε, ήταν το θεωρητικό μέρος, το οποίο το βρήκε το 1919, στο πρόσωπο του Ονισαμπούρο Ντεγκούτσι (1871-1948), ηγέτη και γκουρού της νέο-σιντοϊστικής σέκτας Ομότο-κιο.

Το μείγμα σιντοϊσμού, μυστικισμού και εθνικισμού του Ντεγκούτσι φάνηκε αρκετά ελκυστικό στον Ουεσίμπα ώστε να γίνει πιστός της θρησκείας/ιδεολογίας του τελευταίου, να μετακομίσει στο Αγιάμπε, κοντά στο Κιότο, όπου η Ομότο-κιο είχε το αρχηγείο της και να δημιουργήσει εκεί το πρώτο του ντότζο∙ αντίστοιχα η προσωπικότητα του Ουεσίμπα φάνηκε αρκετά ελκυστική στον Ντεγκούτσι ώστε να τον κάνει μέρος του πολύ κλειστού του κύκλου και να του ζητήσει να τον συνοδέψει στην Μογγολία όπου φιλοδοξούσε να δημιουργήσει ένα «θρησκευτικό βασίλειο». Όπως συχνά συνέβαινε στην ταραγμένη εκείνη δεκαετία του 1920, στο σχέδιο εμπλέκονταν ακροδεξιές ιαπωνικές ομάδες και πολιτικά συμφέροντα που οδήγησαν τον Ουεσίμπα και τον Ντεγκούτσι στο εκτελεστικό απόσπασμα –για καλή τύχη των ασκούμενων στο αϊκίντο, το μοιραίο απεφεύχθη και η ομάδα επέστρεψε άδοξα στην Ιαπωνία.

Από εκεί και μετά ξεκινάει η πραγματική καριέρα του Ουεσίμπα στις πολεμικές τέχνες: έχοντας τις τεχνικές γνώσεις, την εμπειρία, το ταλέντο, τη «θεία επιφοίτηση» (η οποία φέρεται να του ήρθε στο Αγιάμπε όταν επέστρεψε από τη Μογγολία) και, πλέον, τη θεωρητική/ιδεολογική πλατφόρμα και τις γνωριμίες (η Ομότο-κιο ήταν πολύ καλά διασυνδεδεμένη με το πολιτικό τοπίο της εποχής) ειδικά αυτή του ναυάρχου Ισάμου Τακέσιτα (1869-1949), ενός ανθρώπου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολεμικές τέχνες, ο Ουεσίμπα άνοιξε την πρώτη του σχολή στο Τόκιο –η σχολή εκείνη ονομαζόταν «Κόμπουκαν» και βρισκόταν εκεί που βρίσκεται σήμερα η έδρα του κυριότερου στιλ του αϊκίντο, του Αϊκικάι (επικεφαλής του οποίου είναι ο εγγονός του Ουεσίμπα, Μοριτέρου). Οι γνωριμίες έφεραν μαθητές, νέες γνωριμίες, επαφές για διδασκαλία πολεμικών τεχνών σε πανεπιστήμια και στρατιωτικές σχολές και ολοένα και μεγαλύτερη φήμη όμως η ιστορία είχε διαφορετικά σχέδια: παράλληλα με την πορεία του Ουεσίμπα υπήρχε η πορεία προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παρά την ιδεολογία του, ο Ουεσίμπα αποστασιοποιήθηκε από την επίσημη γραμμή της Ιαπωνίας και αποσύρθηκε στην Ιουάμα το 1942, την ίδια χρονιά που άρχισε να αποκαλεί το σύστημά του «αϊκίντο»∙ θα έμενε εκεί ουσιαστικά ως το τέλος της ζωής του αφήνοντας τη διαχείριση της σχολής στο Τόκιο στον γιο του, Κισομάρου Ουεσίμπα (1921-1999) και σε μερικούς από τους πιο στενούς του μαθητές όπως ο Κισαμούρο Οσάουα (1911-1991) και ο Κοΐτσι Τοχέι (1920-2011). Ο ίδιος κράτησε το ρόλο του περιστασιακού επισκέπτη και του τεχνικού και πνευματικού καθοδηγητή, τόσο στη σχολή του Τόκιο όσο και σε άλλα μέρη στα οποία ταξίδευε, συνοδευόμενος από μερικούς από τους κορυφαίους σήμερα δασκάλους αϊκίντο για να δείξει τι ήταν αυτό που έκανε το αϊκίντο ξεχωριστό. Και το 1969, εγκατέλειψε τον κόσμο αφήνοντας πίσω του μια από τις πιο πλούσιες παρακαταθήκες στον κόσμο των σύγχρονων πολεμικών τεχνών.

Όπως συχνά συμβαίνει με τους ιδρυτές σχολών, ο Μοριχέι Ουεσίμπα αντιμετωπίζεται σήμερα από τους ασκούμενους στο αϊκίντο (περίπου) σαν γκουρού –ίσως μάλιστα στην περίπτωση του αϊκίντο το φαινόμενο να είναι ακόμα πιο έντονο καθώς οι επίγονοί του διατήρησαν την μη αγωνιστική διάσταση του συστήματος ανέπαφη, ενισχύοντας έτσι την ιδέα ότι πρόκειται για κάτι διαφορετικό από το τζούντο ή το καράτε. Μια προσεκτική ματιά στη ζωή του ίδιου του Ουεσίμπα πάντως αρκεί για να αντιληφθεί κανείς ότι ο ιδρυτής του αϊκίντο είχε καταφέρει να εξισορροπήσει την πνευματική του διάσταση με μια μοναδική τεχνική δεινότητα που προκαλούσε σεβασμό στους συγχρόνους του (ορισμένοι από τους οποίους ήταν και οι ίδιοι άνθρωποι εξαιρετικών ικανοτήτων)∙ στο μέτρο που η ισορροπία αυτή παραμένει, το δημιούργημα του ιδιαίτερου αυτό ανθρώπου θα παραμένει ζωντανό και μαζί του θα παραμένει ζωντανή και η κληρονομιά του «γέρο Μόρι» όπως αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του.

Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

(*) Ο Ουεσίμπα αναφερόταν συχνά στο αϊκίντο χρησιμοποιώντας τη φράση αυτή, δανεισμένη από το μυθικό-ιστορικό χρονικό «Κοτζίκι», ένα κείμενο που καθόρισε την προσωπική του ιδεολογία.

×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι