Συνέντευξη με τον ιστορικό και καθηγητή Καρλ Φράιντεϊ - μέρος δεύτερο

εικόνα άρθρου
SA: Το κεφάλαιο «Peasants and Professionals» στο «Hired Swords» έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες όπως οι Σόμου και Σοτόκου θεώρησαν αναγκαίο να προσθέσουν νέες μονάδες στις παραδοσιακές «Πέντε Φρουρές» της αυτοκρατορικής αυλής;

ΚΦ: Να μια ερώτηση που είχα να σκεφτώ πολύ καιρό! Βασικά η ώθηση προήλθε από δύο πηγές.

Η πρώτη σχετίζεται με τους ίδιους παράγοντες που σκιαγράφησα στην προηγούμενη ερώτηση: οι αρχικές μονάδες «γκοέφου» («Πέντε Φρουρές») που υπερασπίζονταν τα ανάκτορα και αστυνόμευαν την πρωτεύουσα επανδρώνονταν από δύο πολύ διαφορετικούς χώρους. Οι τρεις (η Δεξιά και η Αριστερή Έιτζιφου και η Έμονφου) αντλούσαν προσωπικό από χωρικούς κληρωτούς που επιλέγονταν από τις επαρχιακές εθνοφρουρές, ενώ οι άλλες δύο (η Δεξιά και η Αριστερή Χιοουέφου) αποτελούταν από στρατιώτες που είχαν επιλεχθεί από τους «γιους και τους μικρότερους αδερφούς» των μελών της επαρχιακής και της κατώτερης κεντρικής τάξης των ευγενών. Τα προβλήματα με τις εθνοφρουρές στις επαρχίες υπήρχαν και στους κεντρικούς στρατιωτικούς θεσμούς ενώ, φυσικά, όταν τα περισσότερα από τα επαρχιακά συντάγματα διαλύθηκαν (το 972) οι χωρικοί-κληρωτοί έπαψαν να είναι καν διαθέσιμοι για υπηρεσία στην αυλή.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η φύση της στρατιωτικής δομής στην αυλή και η κατεύθυνση της εξέλιξής της: αν και το κράτος ριτσουριό ήταν, θεωρητικά, μια απολυταρχική μοναρχία, η πραγματική εξουσία προερχόταν από μια πιο ολιγαρχική μορφή όπου ο αυτοκράτορας, οι ισχυροί οίκοι των αυλικών και οι μεγάλοι ναοί, σιντοϊστικοί και βουδιστικοί, ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της αυλής. Στη μάχη αυτή, οι προσπάθειες για εκφοβισμό ήταν πολύ συνηθισμένες και ακόμα και οι απόπειρες για πραξικοπήματα και δολοφονίες δεν ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστες.

Τα παραπάνω έκαναν τον έλεγχο των στρατιωτικών δυνάμεων κάθε είδους πολύ σημαντικό πλεονέκτημα και, αντίστοιχα, πρώτα οι ευγενείς της αυλής και στη συνέχεια οι ναοί άρχισαν να δημιουργούν ιδιωτικές στρατιωτικές δυνάμεις και να πιέζουν προκειμένου να ελέγξουν τους κρατικούς στρατιωτικούς πόρους, στρατολογώντας ανθρώπους με στρατιωτικές ικανότητες στις δυνάμεις των οίκων τους και επανδρώνοντας τις διοικητικές θέσεις των μονάδων της κεντρικής φρουράς με τους συγγενείς τους και τους λακέδες τους.

Οι αυτοκράτορες εδώ είχαν ένα μειονέκτημα: οι Πέντε Φρουρές ήταν η στρατιωτική δύναμη του κράτους στο σύνολό του και όχι ο προσωπικός στρατός του μονάρχη οπότε ο έλεγχός τους ήταν μέρος του ίδιου ανταγωνισμού που προσδιόριζε τη γενικότερη εξουσία στην αυλή. Ο αυτοκρατορικός οίκος αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο αυτό πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι των κωδίκων ριτσουριό, αντέδρασε δημιουργώντας νέες μονάδες πέρα από τις Πέντε Φρουρές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν την δική του Πραιτοριανή Φρουρά.

Το πρόβλημα με τη στρατηγική αυτή, ωστόσο, ήταν ότι οι ενθρονισμένοι αυτοκράτορες ήταν απλώς δημόσια πρόσωπα (αντίθετα με τους άλλους αυλικούς που είχαν και δημόσια και ιδιωτική ταυτότητα) οπότε οι νέες στρατιωτικές μονάδες που δημιουργούσε ο αυτοκρατορικός οίκος έχαναν πολύ γρήγορα τον χαρακτήρα της Πραιτοριανής Φρουράς και γίνονταν παρόμοιες με τις άλλες δημόσιες στρατιωτικές μονάδες τις οποίες έλεγχαν οι Φουτζιουάρα και άλλοι μεγάλοι οίκοι ευγενών. Όπως και να ‘χει, οι αυτοκράτορες συνέχισαν να προσπαθούν και να δημιουργούν τη μία μονάδα μετά την άλλη και ως το 765 υπήρχαν οκτώ ξεχωριστές μονάδες φρουράς στην πρωτεύουσα, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από αυτός που πραγματικά χρειαζόταν. Έτσι, η αυλή άρχισε να βελτιστοποιεί το σύστημα, να συνδυάζει, να αναδιοργανώνει και να μετονομάζει τις μονάδες και το τελικό προϊόν έγινε γνωστό σαν Ροκουέφου ή «Έξι Φρουρές» (η Αριστερή και η Δεξιά Κονέφου, η Αριστερή και η Δεξιά Εμόνφου και η Αριστερή και η Δεξιά Χιουέφου) οι οποίες παρέμειναν χωρίς σημαντικές αλλαγές μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.

SA: Ένα ενδιαφέρον όπλο που έχει χαθεί στην ιστορία αλλά που φαίνεται ότι υπήρξε πολύ αποτελεσματικό ήταν το Ογιούμι (μεγάλη βαλλίστρα) η οποία περιγράφεται στο «Hired Swords» σαν ένα μεγάλο αμυντικό όπλο. Τι το έκανε κυρίως αμυντικό; Το μεγάλο του μέγεθος και οι δυσκολίες στη χρήση του εν κινήσει; Γιατί οι βαλλίστρες χειρός δεν έπιασαν στους ιαπωνικούς στρατούς όπως έπιασαν σε άλλες χώρες;

ΚΦ: Το βασικό πρόβλημα στο να περιγράψει κανείς την άνοδο και την πτώση του ογιούμι είναι ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει τι ήταν το όπλο αυτό: δεν έχουμε σωζόμενα δείγματα, ούτε ξεκάθαρες περιγραφές, ούτε εικονογραφήσεις του όπλου για να δουλέψουμε –ο ίδιος ο όρος σημαίνει «μεγάλο τόξο» και το ιδεόγραμμα που χρησιμοποιείται όταν αναφέρονται σ’ αυτό σημαίνει «βαλλίστρα». Επίσης σε διάφορες πηγές βρίσκει κανείς ορισμένες αναφορές σε «βαλλίστρες χειρός» (τε-ογιούμι ή σούντο) και αν τις βάλει κανείς σε μερικές αινιγματικές αναφορές σχετικά με τη χρήση του όπλου και την εξάσκηση σ’ αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κάποια υπερμεγέθη βαλλίστρα που στηριζόταν σε πλαίσιο σαν την μπαλίστα των Ρωμαίων, πιθανώς ικανή να εξαπολύει σε κάθε βολή της πολλά βέλη ή πέτρες μαζί (το ίδιο ιδεόγραμμα που συνήθως διαβάζεται «ογιούμι» μερικές φορές αποδίδεται και σαν ίσι-γιούμι ή «τόξο πετρών» σε ορισμένες πηγές της ύστερης περιόδου Χέιαν και της πρώιμης περιόδου Καμακούρα).

Βεβαίως δεν είναι απίθανο τα ογιούμι να ήταν απλώς βαλλίστρες χειρός από αυτές που συνηθίζονταν πολύ στο κινεζικό πεζικό της Περιόδου των Εμπολέμων Κρατών και μετά όμως κάτι τέτοιο μοιάζει αρκετά απίθανο∙ ένα πρόβλημα εδώ είναι οι συγκεκριμένες αναφορές στο τε-ογιούμι –τι ήταν αυτό αν το κανονικό ογιούμι ήταν επίσης όπλο χειρός; Ένα άλλο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι ως σήμερα, οι αρχαιολόγοι έχουν βρει μόνο έναν μηχανισμό σκανδάλης για βαλλίστρα χειρός (παρότι ερευνούν επί έναν αιώνα) κάτι που μας οδηγεί στην υπόθεση ότι τα όπλα αυτά δεν πρέπει να ήταν πολύ συνηθισμένα στην Ιαπωνία. Ένα τρίτο πρόβλημα είναι η ίδια η ονομασία: «ογιούμι» σημαίνει κυριολεκτικά «μεγάλο τόξο» και μια βαλλίστρα χειρός θα ήταν στην πραγματικότητα πιο μικρή από ένα συνηθισμένο ιαπωνικό τόξο. Και ένα τέταρτο είναι ότι αν οι βαλλίστρες χειρός χρησιμοποιούταν περισσότερο από περιστασιακά από τους στρατούς του 7ου και του 8ου αιώνα, πώς εξηγείται η σχεδόν πλήρης εξαφάνισή τους στις αρχές του 10ου;

Δεδομένου ότι οι πολεμιστές των μεταγενέστερων αιώνων που πλήρωναν για τον εξοπλισμό τους οι ίδιοι μπορούσαν να αγοράσουν από τους τεχνίτες της πρωτεύουσας, είναι δύσκολο να διανοηθεί κανείς ότι αν οι σαμουράι ήθελαν να προμηθευθούν βαλλίστρες δε θα το κατάφερναν λόγω δυσκολιών στην παραγωγή∙ εξάλλου, οι ευρωπαίοι ιππότες μπορούσαν να αποκτήσουν βαλλίστρες υπό συνθήκες πολύ πιο αντίξοες για την παραγωγή εξελιγμένων μηχανισμών από αυτές που αντιμετώπιζαν οι πολεμιστές της εποχής Χέιαν. Και οι σαμουράι όντως φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν περιστασιακά τα ογιούμι μέχρι και τον 12ο αιώνα.

Φαίνεται λοιπόν ότι τα ογιούμι ήταν όπλα όπως οι μπαλίστα που λειτουργούσαν σαν πυροβολικό, όπως τα κανόνια στις πρώιμες σύγχρονες μάχες. Αν ήταν όντως έτσι, είχαν παρόμοια τακτικά πλεονεκτήματα και περιορισμούς: μεγάλα όπλα αυτού του είδους μονταρισμένα πάνω σε πλατφόρμες είναι χρήσιμα στις πολιορκίες (και για τις δύο πλευρές) και χρήσιμα στους στρατούς που προσπαθούν να προασπιστούν μια θέση όμως δεν είναι ιδιαίτερα ευκίνητα οπότε δεν είναι πολύ χρήσιμα όταν θέλει κανείς να επιτεθεί σε έναν στρατό που υποχωρεί. Κάτι ανάλογο μπορεί να σκεφτεί κανείς για τα κανόνια νερού που χρησιμοποιούν οι σύγχρονες αστυνομίες: είναι αρκετά χρήσιμα για να διαλύσει κανείς μια διαδήλωση όμως δεν ωφελούν πολύ όταν προσπαθείς να πιάσεις δυο τύπους που έχουν ληστέψει μια κάβα –μέχρι να φτάσεις εκεί και να στήσεις το κανόνι, οι κακοί έχουν ξεφύγει.

Όσο για το γιατί οι βαλλίστρες χειρός δεν έπιασαν, και εδώ το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι υποθέσεις όμως η απάντηση μοιάζει προφανής Οι βαλλίστρες είχαν σημαντικά τακτικά μειονεκτήματα: τα πιο πολλά σχέδια ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να τα οπλίσει και να τα ξαναγεμίσει κανείς ενόσω βάδιζε, έτρεχε ή ίππευε και αυτό τις έκανε πιο κατάλληλες για άμυνα, καταστάσεις πολιορκίας και ναυτικές συμπλοκές παρά για επιθετικές τακτικές στην ξηρά. Επίσης, ήταν πολύ πιο αργές τόσο ως προς το γέμισμα όσο και ως προς τη βολή σε σχέση με τα απλά τόξα πράγμα που σημαίνει ότι μπορούσε κανείς να ρίξει πολύ λιγότερα βέλη σε έναν εχθρό που επιτιθόταν ή που υποχωρούσε όσο αυτός βρισκόταν στο δραστικό τους βεληνεκές. Και η μεγαλύτερη ισχύς τους (πάλι σε σχέση με τα απλά τόξα) δεν μεταφραζόταν απαραίτητα σε μεγαλύτερο βεληνεκές καθώς ενώ το απλό τόξο μπορεί να στραφεί προς τα επάνω και να ρίξει κανείς στο μέγιστο βεληνεκές του με αρκετές πιθανότητες ευστοχίας, η βαλλίστρα δεν μπορεί να σηκωθεί πολύ ψηλά γιατί από ένα σημείο και πέρα, το σώμα της εμποδίζει τη στόχευση του τοξότη∙ γενικά οι βαλλίστρες ήταν όπλο που λειτουργούσε εντός της σκοπευτικής γραμμής.

Εν ολίγοις, η βαλλίστρα είναι πραγματικά αποτελεσματική μόνο όταν χρησιμοποιείται μαζικά και από στρατιώτες εκπαιδευμένους να ρίχνουν συντονισμένα και ένας τέτοιος βαθμός πειθαρχίας θα ήταν δύσκολος για τους ιαπωνικούς στρατούς της εποχής ριτσουριό καθώς αποτελούνταν από μονάδες εθνοφρουράς, δηλαδή από κληρωτούς που υπηρετούσαν 30-40 ημέρες τον χρόνο. Και θα ήταν αδύνατος για τους ιδιώτες πολεμιστές των περιόδων Χέιαν και Καμακούρα.

Συνεχίζεται…

Μετάφραση και φωτογραφία: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Διαβάστε το πρώτο μέρος της συνέντευξης του Καρλ Φράιντεϊ εδώ
×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι