Πρότυπα των Πολεμικών Τεχνών: Τακάτζι Σιμίζου: Ένας άνθρωπος με ένα ραβδί

εικόνα άρθρου
Σε μια χώρα με περισσότερες από 300 διαφορετικές πολεμικές τέχνες και μαχητικά αθλήματα και με μια σχεδόν αδιάκοπη παράδοση μιας χιλιετίας και παραπάνω στην καταγραφή, τη συστηματοποίηση και την εξέλιξη των μεθόδων συμπλοκής για στρατιώτες και πολίτες είναι περίεργο ότι η πιο ορατή πολεμική τέχνη είναι μια που αφενός δεν περιλαμβάνεται στις εννέα «επίσημες» πολεμικές τέχνες του ιδρύματος Νίπον Μπούντοκαν (αϊκίντο, καράτε, κέντο, κιούντο, ναγκινάτα, Σορίντζι Κένπο, σούμο, τζούντο και τζούκεντο) και αφετέρου περνάει απαρατήρητη στους περισσότερους. Μόνο οι πολύ υποψιασμένοι συνειδητοποιούν κάθε φορά που περνούν έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, αστυνομικό φυλάκιο (ή «κομπάν») ή δημόσιο κτήριο της Ιαπωνίας ότι το ραβδί που κρατούν οι αστυνομικοί φρουροί είναι το τζο των πολεμικών τεχνών. Και μόνο οι πολύ διαβασμένοι ξέρουν ότι το, όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, αυτό όπλο βρίσκεται στα χέρια όλων των ιαπώνων αστυνομικών και χιλιάδων ασκούμενων ανά την υφήλιο στο τζόντο, την τέχνη του ραβδιού επειδή υπήρξε ένας άνθρωπος ονόματι Τακάτζι Σιμίζου.

Το 1896, τη χρονιά που γεννήθηκε ο Σιμίζου, ακόμα και οι τελευταίοι σαμουράι είχαν κόψει τους κότσους, είχαν εγκαταλείψει τα σπαθιά και συμπορεύονταν, άλλοτε ακολουθώντας απρόθυμα και άλλοτε καθοδηγώντας φιλόδοξα το δρόμο προς τη Δύση υπό την ηγεσία του μεγάλου μεταρρυθμιστή αυτοκράτορα Μέιτζι. Η επιρροή τους στον κόσμο των πολεμικών τεχνών και στη διαμόρφωση του εθνικού φρονήματος για τη νέα Ιαπωνία ωστόσο κάθε άλλο παρά μικρή ήταν και ειδικά στις κλασσικές σχολές πολεμικών τεχνών όπως σ’ αυτή του Σίντο Μούσο Ρίου Τζο έβρισκε κανείς ανθρώπους που είχαν πολύ έντονες αναμνήσεις από την εποχή των σογκούν∙ ένας από τους διαπιστευμένους δασκάλους της σχολής αυτής στη Φουκουόκα του νησιού Κιούσου ήταν ο Χαντζίρο Σιραΐσι (1842-1927) υπό τον οποίο μαθήτευσε από τα 17 του χρόνια ο επίσης γεννημένος στη Φουκουόκα, Τακάτζι.

Δεκαέξι χρόνια μετά, το 1929, ο συμμαθητής του Σιμίζου στο ντότζο του Σιραΐσι, Κιρόκου Τακαγιάμα ξεκίνησε ένα δικό του ντότζο στη Φουκουόκα και ο 33χρονος Τακάτζι τον ακολούθησε σαν δεύτερος τη τάξει εκπαιδευτής∙ στο ιστορικό εκείνο ντότζο υπήρχαν επτά διαπιστευμένοι εκπαιδευτές του Σίντο Μούσο Ρίου όμως ο Σιμίζου στην πραγματικότητα συμπεριλαμβανόταν στις τάξεις τους μόνο τυπικά καθώς οι «πρόγονοί» του στη σχολή και κυρίως ο Ουτσίντα Ριογκόρο (1837-1921) είχαν διαμορφώσει μερικούς πολύ ισχυρούς δεσμούς με το Τόκιο τους οποίους ο Σιμίζου θα καλούταν να ενισχύσει ακόμα περισσότερο. Οι δεσμοί αυτοί περιλάμβαναν τον «Άγιο του Ξίφους» Χακούντο Νακαγιάμα (1872-1958) και, αργότερα, τον πατέρα του τζούντο Τζίγκορο Κάνο (1860-1938) ο οποίος είχε γνωρίσει το τζόντο σε μια επίδειξη στη Φουκουόκα και είχε εντυπωσιαστεί.

Ο Σιμίζου έκανε την πρώτη του επίδειξη Σίντο Μούσο Ρίου στο Τόκιο το 1927 όμως δεν επρόκειτο για μια τυχαία επίδειξη: μέσα στο κοινό υπήρχαν μέλη της αστυνομικής διεύθυνσης του Τόκιο και ο ίδιος εμφανίστηκε σαν αντικαταστάτης του διάσημου δασκάλου του και, άρα, σαν ήδη μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τέχνης. Δεν είναι γνωστό ήταν αν οι γνωριμίες, οι δικές του και των δασκάλων του, ή η ποιότητα της τέχνης του ο καθοριστικός παράγοντας, όμως η μία επίδειξη έφερε μια άλλη, αυτή τη φορά στην τεχνική επιτροπή της αστυνομίας και τρία χρόνια μετά, το 1930 ο Τακάτζι Σιμίζου μετακόμισε στο Τόκιο και έγινε εκπαιδευτής στο Κόντοκαν του Τζίγκορο Κάνο, στη Διεύθυνση της Μητροπολιτικής Αστυνομίας και στους Ναυτοπροσκόπους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο, γνωστός από τη σχέση του με το αϊκίντο και τον Μοριχέι Ουεσίμπα, ναύαρχος Ισάμου Τακέσιτα (1869-1949).

Τα επόμενα 15 χρόνια, υπήρξαν καθοριστικά και για την τέχνη του τζο αλλά και για τον Σιμίζου –και φυσικά για την Ιαπωνία! Η σχέση του με την αστυνομία, και ειδικά με το σώμα Τοκουμπέτσου Κειμπιτάι, πρόγονο του σημερινού Κιντοτάι που αντιστοιχεί με τα ελληνικά ΜΑΤ, έγινε ακόμα στενότερη, έγινε μέλος του Ντάι Νιχόν Μπουτοκουκάι, του ιδρύματος που έλεγχε όλες τις πολεμικές τέχνες της χώρας, ταξίδεψε στη Μαντζουρία όπου δίδαξε δεκάδες χιλιάδες μαθητές και ίδρυσε το Ντάι Νιχόν Τζοντοκάι αλλάζοντας την ονομασία της τέχνης από «τζοζούτσου» σε «τζόντο»∙ το Τζοντοκάι υπάρχει ακόμα και σήμερα υπό τη διεύθυνση του μαθητή του Σιμίζου, Τσουνεμόρι Καμινόντα (γ. 1927). Για το ίδιο το Σίντο Μούσο Ρίου ωστόσο, η σημαντικότερη εξέλιξη ήταν ότι, πιθανότατα επηρεασμένος από τον Τζίγκορο Κάνο και τις εκπαιδευτικές του μεθόδους, ο Σιμίζου άρχισε να διαμορφώνει ένα νέο σύστημα διδασκαλίας, διαφορετικό από το κλασσικό και πιο αρμόζον για τη διδασκαλία μεγάλων αριθμών μαθητών.

Η λήξη του πολέμου έφερε την απαγόρευση της δημόσιας διδασκαλίας των πολεμικών τεχνών, τη διάλυση του Νιχόν Μπουτοκουκάι και μια σειρά από προβληματισμούς για το μέλλον των μαχητικών παραδόσεων της Ιαπωνίας. Χάρη στη σχέση με την αστυνομία ωστόσο, το τζόντο κατάφερε να παραμείνει σχετικά αλώβητο και με τη λήξη της αμερικανικής κατοχής το 1952 να διατηρήσει την υπόστασή του σαν μια από τις πιο διαδεδομένες τέχνες. Η αναδιοργάνωση του κόσμου των πολεμικών τεχνών με τη δημιουργία ομοσπονδιών για την κάθε τέχνη που συνεχίστηκε για όλη τη δεκαετία του 1950 και οι συνεργασίες μεταξύ των μεγάλων δασκάλων όπως ο Σιμίζου οδήγησαν στη σχέση μεταξύ της Παν-Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Κέντο και της Παν-Ιαπωνικής Ομοσπονδίας Τζόντο, καρπός της οποίας υπήρξε το Σέιτεϊ Τζο το οποίο εισηγήθηκε ο ίδιος ο Σιμίζου το 1964 και το οποίο παρουσίασε μαζί με τον Ιτσίζο Οτοφούτζι (1899-1998), συμμαθητή του στο ντότζο του Σιραΐσι και εκπαιδευτή πια του ιστορικού ντότζο στη Φουκουόκα.

Το Σέιτεϊ Τζο θα μπορούσε να είναι το αποκορύφωμα του έργου του Τακάτζι Σιμίζου καθώς παραμένει το βασικό σημείο εισόδου στον κόσμο του τζόντο (και, στη συνέχεια, του Σίντο Μούσο Ρίου) για χιλιάδες ασκούμενους σε όλον τον κόσμο. Όμως μια ακόμα συνέπεια της προοδευτικής σκέψης του ήταν η, πρωτότυπη για την εποχή, απόφαση να δεχτεί στους κόλπους των μαθητών του ορισμένους ξένους με πρώτο τον θρυλικό Ντον Ντρέγκερ και στη συνέχεια κάποιους από τους «προστατευόμενους» του τελευταίου∙ το συγγραφικό και εκπαιδευτικό έργο του Ντρέγκερ και κάποιων από τους επιγόνους του (όπως ο Φιλ Ρέλνικ στις ΗΠΑ και ο Πασκάλ Κριγκέρ στην Ευρώπη) διεύρυναν την παγκόσμια διάσταση της τέχνης ακόμα περισσότερο κάνοντάς την ισότιμη με το ιάιντο ή, τηρουμένων των αναλογιών, με το κέντο. Αν και, όπως οι περισσότεροι μεγάλοι δάσκαλοι της εποχής του, ο Τακάτζι Σιμίζου δεν πρόλαβε να δει το μέγεθος αυτής της διεύρυνσης (πέθανε το 1978), είναι βέβαιο ότι οι ασκούμενοι στο τζόντο, τόσο της Σίντο Μούσο Ρίου όσο και της Παν-Ιαπωνικής Ομοσπονδίας του οφείλουν σχεδόν όσα οφείλουν και στον Μούσο Γκονοσούκε, τον ξιφομάχο του 17ου αιώνα που 25 γενιές πριν τον Σιμίζου σκέφτηκε ότι με ένα ραβδί 120 εκατοστών θα μπορούσε να νικήσει τον Μιγιαμότο Μουσάσι.

Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης

Διαβάστε το άρθρο της στήλης Πρότυπα των Πολεμικών Τεχνών: Κοΐτσι Τοχέι: Ο πρωταθλητής του αϊκίντο
×
Πανελλήνιος οδηγός πολεμικών τεχνών

Κουπόνι Δωρεάν Μαθημάτων

Κερδίσατε 2 δωρεάν μαθήματα γνωριμίας στις συνεργαζόμενες σχολές του Πανελλήνιου Οδηγού Πολεμικών Τεχνών!

Κατεβάστε το κουπόνι